Των Μυροφόρων
Των Μυροφόρων
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
Bασιλείου Μουστάκη
Διδάκτορος Θεολογίας
Η ΜΑΡΙΑ από τα Μάγδαλα, για την αγία Ορθόδοξο Εκκλησία μας, αγαπητοί αδελφοί, δεν είναι ταυτισμένη με την αμαρτωλή γυναίκα, που άλειψε τον Κύριο με μύρο στο σπίτι του λεπρού Σίμωνος. Αυτό το πιστεύουν-όπως και τόσα άλλα αστήρικτα και πλανερά που δεν έχουν έδαφος στην Αγία Γραφή-μονάχα οι αιρετικοί Δυτικοί.
Το Ευαγγέλιο αναφέρει, ότι ο Κύριος είχε βγάλει από τη Μαρία «εφτά δαιμόνια». Φαίνεται, λοιπόν, από την ώρα ακριβώς εκείνης της ιάσεως, η κόρη αυτή των Μαγδάλων ακολούθησε τον Σωτήρα ανάμεσα στις λοιπές γυναίκες, που τον διακονούσαν, όπως ήταν ην Σαλώμη, η Μαρία σύζυγος του Κλωπά και μητέρα του Ιωσή, η Ιωάννα του Χουζά κι’ άλλες.
Η αφοσίωσης που η μακαρία αυτή γυναίκα είχε στον Υιό του Θεού, είναι ένα ρόδο κρυμμένο ως την Ανάσταση, μέσα στο μέγα φως της οποίας λάμπει ξαφνικά και προκαλεί τον θαυμασμό. Ως την Ανάσταση, οι ιεροί ευαγγελιστές δεν μιλούν για την Μαρία ιδιαίτερα. Αλλά κατά τα χαράματα της Κυριακής του Πάσχα, η θυγατέρα αυτή της Γαλιλαίας προβάλλει ξεχωριστή λαμπρότητα. Διότι είναι η κορυφαία του χορού των Μυροφόρων, εκείνη που πρώτη μίλησε στον αναστάντα και συνδιαλέχτηκε μ’ αυτόν.
Ο ευαγγελιστής, σήμερα, γράφει πως η Μαρία, μαζί με την άλλη συνονόματης της, του μητέρα του Ιωσή, πρόσεξαν που ακριβώς ενταφιάστηκε ο Κύριος, μέσα στο περιβόλι του ευσχήμονος Ιωσήφ. Απ’ αυτό φαίνεται, ότι ευθύς από τότε είχαν στο νου τους να κάμουν την επίσκεψη στον τάφο, την οποία πραγματοποίησαν με τις άλλες Μυροφόρες στην αυγή της Κυριακής.
Ο ευαγγελιστής, όμως, Ιωάννης αναφέρει ότι μόνη η Μαρία βρέθηκε μπροστά στο μνημείο το πρωί-πρωί, όταν ακόμα ήταν σκοτεινιά. Είδε την πέτρα που το σφάλισε, ανασηκωμένη.
Έτρεξε τότε και γύρισε στο υπερώο, όπου πήρε κατά μέρος τον Πέτρο και τον Ιωάννη και τους λέγει:
-Σήκωσαν τον Κύριο από το μνημείο και δεν ξέρουν που τον έβαλαν.
Έτρεξαν τότε εκείνοι στον κήπο του Ιωσήφ για να πιστοποιήσουν τα λόγια της. Και μαζί τους-με τον πρώτο και με τον επιστήθιο -ξαναπήγε εκεί κ’ η Μαγδαληνή.
Οι δύο απόστολοι είδαν τότε τον τάφο άδειο. Κι’ αφού εξακρίβωσαν με τα μάτια τους το γεγονός, γύρισαν στο υπερώο. Αλλά, η Μαρία έμεινε εκεί, κλαίοντας έξω από το μνημείο.
Τι κάνεις, ω γυναίκα, μέσα στο θάμπωμα μόνη; Γιατί τα δάκρυα αυλακώνουν την όψη σου και στέκεσαι έτσι λυπημένη; Δεν κατάλαβες, λοιπόν, ότι ο Κύριος ανέστη; Δεν έχεις πεισθεί ότι καταπάτησε τον θάνατο; Τι άλλο θα ήθελες ακόμα για να ησυχάσεις και να χαρείς;
Όχι. Δεν μπορώ να το παραδεχτώ, αποκρίνεται η Μαγδαληνή. Όπως ο Πέτρος κι’ ο Ιωάννης, έτσι κι’ εγώ άλλο δεν βάζω στο νου μου, παρά ότι έκλεψαν τον Ιησού μου. Πιο έρημη είναι η καρδιά μου από το άδειο μνήμα. Πιο μεγάλο το πένθος μου τώρα.
Αλλά να σου ξαφνικά, στρέφοντας πίσω, βλέπει η Μαρία κάποιον. Τα μάτια της είναι θολά από το κλάμα. Το πνεύμα της είναι ταραγμένο. Αυτοί οι δύο λόγοι, ίσως όμως και κάποιος άλλος παράδοξος, δεν της επιτρέπουν να ιδεί τα χαρακτηριστικά του, να καταλάβει ευθύς ποιος είναι. Τον παίρνει για να τον περιβολάρη και τον ρωτά που μετέφερε το σώμα του Κυρίου της.
Εκείνος προφέρει μονάχα μια λέξη ως απάντηση. Μια λέξη, που δεν είναι άλλη από το ίδιο το όνομα της φτωχής μαθήτριας:
-Μαρία!..
Είναι η πρώτη λέξης, η ζηλευτή και προτιμημένη πρώτη λέξης που ξεστόμισε ο Χριστός μετά την Ανάσταση. Κι’ η λέξης αυτή είναι το όνομα της Μαγδαληνής. Μόλις, λοιπόν, την άκουσε η Μαρία, έπεσαν οι πέπλοι της οράσεως της, τον είδε και τον αναγνώρισε.
Ποιος να ήταν άρα, αγαπητοί αδελφοί, ο τόνος της φωνής του Χριστού, καθώς πρόσφερε το όνομα της Μαρίας;
Ήταν τάχα παραπονούμενος, γιατί η Μαγδαληνή είχε τόσο αργήσει ν’ αντιληφθεί ποιος ήταν εκείνος που στέκονταν απέναντι της; Ήταν ίσως επιτιμητικός για την απιστία που είχε δείξει με το να θαρρεί ότι έκλεψαν το σώμα του όταν είδε άδειο το μνημείο;
Ήταν όλος χαρά και θρίαμβο; Ίσως κάποιο απ’ αυτά. Ίσως όλα μαζί.
Έτσι, η γυναίκα αυτή στάθηκε η πρώτη, ανάμεσα σε όλους τους υιούς και τις θυγατέρες των ανθρώπων, που άκουσε το όνομα της από τα χείλη του. Κι’ η τιμή αυτή της έγινε όχι χωρίς λόγο. Γιατί η Μαρία η Μαγδαληνή αγαπούσε πολύ τον Ευεργέτη και Σωτήρα της. Είθε κι’ εμείς να μιμηθούμε το παράδειγμα της, για ν’ απολαύσουμε ανάλογα με τα δικά της βραβεία.
Τα δάκρυα της δεν χύθηκαν του κακού, η αγάπη της δεν διαψεύστηκε.
Κανείς, όταν ζητά τον Χριστό, όπως η Μαρία, δεν θα μείνει στο απόλυτο πένθος, ούτε θα πέσει στην απόγνωση. Το φως της Αναστάσεως, το γλυκύτατο και τρισένδοξο αυτό φως, θα τον περιλάμψει, θα τον γεμίσει χαρά ανείπωτη.
Ω Κύριε της δόξης, μη αφήσεις κανένα πλάσμα σου μέσα στο ριγηλό σύθαμπο της αγνοίας και της οδύνης. Φανού μπροστά σε όλους όσοι σε αγαπούν χωρίς να σε βλέπουν και σε βλέπουν χωρίς να σε αναγνωρίζουν. Αμήν.
Πηγή: Στα Ίχνη του Αρχιποίμενος, Εκδόσεις: Παρρησία.