Στη Γιορτή της Μητέρας

Στη γιορτή της Μητέρας

Αγαπημένη μου μητέρα,

Σήμερα, εορτή της Υπαπαντής, που γιορτάζεις μαζί με την Παναγία μας, την Μητέρα όλων των ανθρώπων, αντί για άλλο δώρο, σου γράφω αυτό το γράμμα.

Τώρα που πέρασα μισό αιώνα ζωής κι έχω την οικογένεια μου, σε σκέφτομαι πολύ συχνά. Θυμάμαι πόσο δυνατή στάθηκες σε όλες τις δύσκολες φάσεις της οικογένειας μας και πάντα χαμογελαστή έλεγες: «Έχει ο Θεός, δεν θα μας αφήσει». Που έβρισκες αυτή την δύναμη; Μα, που άλλου, στην ακράδαντη πίστη σου.

Αλήθεια, πόση σοφία σου χάρισε ο Θεός, ώστε να βρίσκεις τρόπο κάθε φορά, για να μου μαθαίνεις να είμαι υπεύθυνη σε ότι κάνω, να προσέχω, να είμαι συνεπής και το πιο δύσκολο: να μη λέω ψέματα!

Θυμάσαι, στην Δ’ τάξη, που μου έμαθες το «Άνάστασιν Χριστού θεασάμενοι», και με παρότρυνες να μην ντρέπομαι να λέω την προσευχή στο σχολείο; Και το «Πάτερ ημών», το «Πιστεύω» μου τα έμαθες να τα λέω σωστά και με νόημα. Πώς τα ήξερες τόσο καλά; Είχες πάει μόνο στο Δημοτικό. Μα, γιατί αναρωτιέμαι; Κι εσύ τα έμαθες από τη μαμά σου κι ας μην ήξερε η γιαγιά γράμματα!

Η εφηβεία μου σε πλήγωσε. Ανέτρεψα ότι έχτιζες μέχρι εκείνη την ώρα. Άλλος αέρας με έσπρωχνε μακριά σου. Τότε μου φαινόταν απελευθέρωση.

Θυμάμαι εκείνη την Πρωτομαγιά…Ήσουν άρρωστη με πυρετό κι εγώ σ’ άφησα κι έφυγα με την παρέα μου. Έσβησα γρήγορα-γρήγορα το παραπονεμένο βλέμμα σου από την σκέψη μου και μόνο το απόγευμα σε σκέφτηκα, που γύριζα στο σπίτι και μπήκα μέσα σα να μη συνέβαινε τίποτε· ούτε μια συγγνώμη δεν ζήτησα, ούτε ρώτησα πώς είσαι, από την ντροπή μου και τις ένοχές που ένιωθα. Εσύ, όμως, με ρώτησες αν πέρασα καλά…Πόσες φορές παρεξήγησα το ενδιαφέρον σου, την Αγάπη σου, που τα ένιωθα σαν δεσμά.

Και θυμάμαι, μανούλα μου, κάτι ακόμη, πολύ σημαντικό για την νεανική μου ζωή.

Ήμουν στην Α’ Λυκείου και είχα αγοράσει κρυφά κάποια μολύβια για να βαφτώ, λες και δεν θα το καταλάβαινες. Και τι μου είπες, θυμάσαι; «Αν στολίσεις την καρδιά σου με τις αρετές και την πίστη σου στον Θεό, θα λάμπει το πρόσωπό σου και δεν θα χρειάζεσαι αυτά τα μολύβια και τις σκιές. Κράτησε την ομορφιά που σου έδωσε ο Θεός και αύξησέ την με την ομορφιά της ψυχής σου». Έτσι έδωσες την τελική μάχη με την εφηβεία μου και με έφερες πάλι στον δρόμο τον καλό, όπως έλεγες, πού πάντα ήθελες να περπατούμε.

Ακούραστη μάνα-άκόμη και τώρα-με ανεξάντλητα αποθέματα υπομονής, επιμονής και αντοχής, αγάπης, θυσίας και αναμονής, συνεχίζεις το έργο σου στα εγγόνια και στα δισέγγονά σου.

Συγχώρεσε με, μανούλα μου, για τα λάθη μου. Σ’ ευχαριστώ που η Αγάπη σου είναι μεγάλη, σαν του Θεού, και τα ξεπερνάει όλα. Είσαι πάντα το δυνατό πρότυπο στην ζωή μου, που αντέχει σε όποιον κλυδωνισμό, σε μπόρες και καταιγίδες.

Μαμά μου, μαμάκα μου-έτσι σε προσφωνούσα πολλές φορές και χαμογελούσες-σ’ ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου! Ευχαριστώ τον Θεό που έχω ΕΣΕΝΑ για μητέρα μου! 

Με σεβασμό και απέραντη Αγάπη, 

η κόρη σου.

Πηγή: Περιοδικό Αγία Λυδία, Τεύχος: Φεβρουάριος 2019.

Μετάβαση στο περιεχόμενο