ΙΣΤ’ Ματθαίου

ΙΣΤ’ Ματθαίου

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ  

Βασιλείου Μουστάκη 

Διδάκτορος Θεολογίας

ΩΡΙΣΜΕΝΑ ΣΗΜΕΙΑ, αγαπητοί αδελφοί, στη σημερινή παραβολή, δεν είναι ευκολονόητα. Καταλαβαίνει ο καθένας πολύ καλά το γενικό νόημά της. Ο άνθρωπος, που φεύγοντας σε ταξίδι, άφησε στους δούλους του από ορισμένο αριθμό ταλάντων, είναι ο Θεός. Οι δούλοι είμαστε εμείς. Τα τάλαντα είναι τα διάφορα χαρίσματα που έχει ο καθένας μας. Άλλος έχει πιο πολλά, άλλος πιο λίγα. Το εμπόριο, το εμπόριο, που έκαναν με τα τάλαντα οι δύο πρώτοι δούλοι της παραβολής και το κατόρθωμα τους να τα αυξήσουν, είναι ότι πρέπει να κάνει κάθε χριστιανός με τα χαρίσματα του. Οφείλει δηλαδή να τα καλλιεργεί και να τ’ αυξάνει. Το κρύψιμο του ταλάντου στη γη από τον τρίτο δούλο, συμβολίζει ότι κάνουν οι μικρόψυχοι και δειλοί, που θέλουν να λέγονται χριστιανοί, αλλά δεν είναι. Γιατί αυτοί δεν αποτολμούν αγώνες, για να γίνουν καλύτεροι. Αφήνουν τα χαρίσματα, αλλά δεν είναι. Γιατί αυτοί δεν αποτολμούν αγώνες, για να γίνουν καλύτεροι. Αφήνουν τα χαρίσματα τους αχρησιμοποίητα, από φόβο μήπως πέσουν έξω. Απλώς τα διατηρούν.

Αυτό, όμως, ο Θεός δεν το εγκρίνει. Κι’ έτσι τους τέτοιους, τους «αχρείους», δηλαδή τους αχρήστους δούλους του, θα τους αποδοκιμάσει κατά την ημέρα της Κρίσεως. Θα τους ρίξει στην αιώνια κόλαση.

Αυτά διδάσκει γενικώς η παραβολή. Αλλά αν το νόημα της είναι απλό και κρυστάλλινο στο μεγαλύτερο μέρος της, έχει και σημεία, όπου το λογικό μας σκοντάφτει. Μας γεννιούνται σ’ αυτά απορίες και πρέπει να εμβαθύνουμε για να βρούμε τι θέλει να πει εκεί η παραβολή.

Ας πάρουμε, λοιπόν, δύο απ’ αυτά. Κι’ ας έλθουμε στο πρώτο. Εκείνοι που έλαβαν μεγάλα χρηματικά ποσά, δεν φοβήθηκαν καθόλου να τα πραγματευτούν. Ο ένας με τα πέντε τάλαντα, κέρδισε έτσι άλλα πέντε. Ο άλλος, ομοίως, με τα δύο τάλαντα, έβγαλε άλλα δύο. Ο καθένας διπλασίασε την παρακαταθήκη που του δόθηκε! Ποιος αδράνησε; Εκείνος που είχε πάρει μονάχα ένα τάλαντο. Οι δύο πρώτοι, ακριβώς επειδή τους είχαν δοθεί μεγάλα ποσά, θα είχαν και περισσότερους κινδύνους και περισσότερα κόπους ν’ αντιμετωπίσουν. Ωστόσο δεν δίστασαν καθόλου. Τα εμπορεύθηκαν με τόλμη κι’ έτσι όχι μόνο δεν τα έχασαν, αλλά τα διπλασίασαν. Ο τρίτος, όμως, που είχε λιγότερες έγνοιες, δεν εμπορεύτηκε τα χρήματα του. Άνοιξε ένα λάκκο και τα έθαψε.

Τι θέλουν να μας δείξουν αυτές οι αναλογίες, των ποσών κι’ αυτή διαφορά διαγωγής, που παρουσίασε ο τρίτος δούλος απέναντι των άλλων δύο;

Ότι η ακηδία, η απραξία, η ακινησία, είναι πάντα αδικαιολόγητες. Τις εμφανίζουν ακριβώς εκείνοι από τους οποίους ο Θεός ζητά λίγα. Ενώ από το ένα μέρος οι άγιοι, οι πλούσιοι, σε αρετές, οι προχωρημένοι χριστιανοί δεν ικανοποιούνται από καμιά πρόοδο τους και πάντα πασχίζουν να γίνουν ακόμη καλύτεροι, από το άλλο μέρος αδρανούν όσοι δεν έχουν ούτε τα πρώτα βήματα. Ενώ οι πρώτοι δεν λογαριάζουν κόπους και κινδύνους κι’ ανεβαίνουν ολοένα πιο ψηλά, οι άλλοι δεν βρίσκουν την δύναμη να σηκώσουν ούτε το κεφάλι για να ιδούν που τους καλεί ο Κύριος. Και μένουν έτσι εκεί που βρέθηκαν.

Αν λοιπόν, είσαι στην αρχή της χριστιανικής ζωής, μη αφήσεις να περάσει ο καιρός χωρίς να κινηθείς και να προχωρήσεις. Ο Κύριος δεν θ’ ανεχτεί να μη κάμεις λίγα βήματα, που είναι τόσο εύκολα, όταν άλλοι κάνουν άλλα βήματα δύσκολα.

Ας έλθουμε τώρα στο δεύτερο σημείο της παραβολής. Είναι η δικαιολογία που έφερε ο τρίτος δούλος για τη συμπεριφορά του:

-Κύριε, είπε, ήξερα ότι είσαι σκληρός. Θερίζεις εκεί που δεν έσπειρες και συνάζεις εκεί που δεν εσκόρπισες. Φοβήθηκα, λοιπόν, κι’ έκρυψα το τάλαντο μου στη γη. Ιδού αυτό που μου έδωσες. Σου το επιστρέφω ανέπαφο.

Ο Θεός παραδέχεται τον χαρακτηρισμό, που του γίνεται με αυτή την απολογία. Παραδέχεται ότι είναι σκληρός, ζητώντας να θερίσει εκεί που δεν έσπειρε και να μαζέψει εκεί που δεν έδωσε.

Μη εκπλαγείτε, αδελφοί. Όχι μόνο ο ίδιος το λέγει, αλλά και το αποδείχνει στα πράγματα. Ναι. Ο Θεός είναι σκληρός και θέλει να του προσφέρουμε ότι δεν μας έδωσε. Ποιο είναι αυτό; Η θέλησης μας κι’ οι αγώνες της. Η Χάρης του είναι πλούσια, αλλά δεν σωζόμαστε χωρίς να καταλάβουμε κι’ εμείς κάτι. Ο Θεός μας δίνει τα τάλαντα των χαρισμάτων, αλλά για να τα αυξήσουμε με το δικό μας αγώνα. Αν τα πάρουμε και τα επιστρέψουμε ακριβώς όπως τα λάβαμε, μιμούμενοι τον τρίτο δούλο, θα μας αποδοκιμάσει, θα μας καταδικάσει στο σκοτάδι το εξώτερο.

Εκεί, στην κόλαση, δεν θα πάνε μονάχοι όσοι σπατάλησαν τα τάλαντα, οι άσωτοι, οι αποστάτες, οι δοσμένοι στην αμαρτία. Θα πάνε κι’ όσοι τα φύλαξαν χωρίς να τα αυξήσουν, όσοι δέχτηκαν τη Χάρη αλλά δεν την πολλαπλασίασαν με την προσπάθεια της βελτιώσεως και της προόδου. Η κόλασης περιμένει και τους χριστιανούς εκείνους, που έμειναν από λιποψυχία αδρανείς, μέτριοι, νομίζοντας ότι επειδή δεν έπεσαν στο κακό, ο Θεός θα παραβλέψει το ότι δεν προχώρησαν στο καλό.

Γι’ αυτό κι’ ο ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει στην Αποκάλυψη του, ότι έξω από την βασιλεία του Θεού θα μείνουν κι’ οι δειλοί.

Είθε, αγαπητοί αδελφοί, το φως αυτό που κρύβουν τα δύο σημεία της παραβολής, για τα οποία μιλήσαμε, να κάμει όσους από εμάς μοιάζουν κάπως με τον τρίτο δούλο, ν’ απομακρυνθούν απ’ αυτό το θανάσιμο πρότυπο και να σπεύσουν να πολλαπλασιάσουν τα όποια χαρίσματα έχουν.

Πηγή: Στα Ίχνη του Αρχιποίμενος, Εκδόσεις: Παρρησία.

Μετάβαση στο περιεχόμενο