ΙΒ’ Ματθαίου

ΙΒ’ Ματθαίου

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Βασιλείου Μουστάκη

Διδάκτορος της Θεολογίας

 ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ πλησίασε τον Χριστό- μας διηγείται το σημερινό Ευαγγέλιο – και τον ρώτησε:

-Τι καλό πρέπει να κάνω, για ν’ αποκτήσω την αιώνια ζωή;

Αξιέπαινο καταρχήν, ο νέος αυτός. Δείχνει ενδιαφέρον για πράγματα υψηλά. Γνοιάζεται για το αιώνιο μέλλον του. Δεν μοιάζει με τόσους και τόσους άλλους της ηλικίας του, που έχουν τον νου τους μονάχα στις διασκεδάσεις, στις εφήμερες χαρές, στις ασωτίες. Κι’ η συνέχεια της στιχομυθίας την ανωτερότητά του, την καθαρή του ψυχή. Όταν παίρνει από τα χείλη του δασκάλου την απάντηση, ότι για μπει στην αληθινή ζωή, δεν έχει τίποτε άλλο από το κάνει παρά να φυλάει και να εφαρμόζει τις εντολές, σπεύδει να ρωτήσει με δίψα κι’ ωραία περιέργεια:

-Ποιες;

-Κι’ ο Ιησούς του απαντά:

-Το να μη σκοτώσεις, το να μη μοιχεύσεις, το να μη κλέψεις, το να μη ψευδομαρτυρήσεις, το να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου και το ν’ αγαπάς τον πλησίον σαν τον εαυτό σου.

Σ’ όλα αυτά, λοιπόν, ακόμη και στο τελευταίο, τα τόσο θαυμάσια κι’ αξιομακάριστα, ο νέος εκείνος έχει την εσωτερική πληροφορία ότι είναι πιστός τηρητής. Πληροφορεί τον θείο συνομιλητή του, ότι τις εντολές αυτές τις τήρησε από τα πιο τρυφερά του χρόνια.

Αλλά καταλαβαίνει, ότι κάτι του λείπει ακόμη, υπάρχει κάτι στο οποίο δεν έχει ανταποκριθεί. Κι’ αυτό θέλει να μάθει από το στόμα του διδασκάλου.

Σε τι ακόμη υστερώ; Ρωτά.

Ο Ιησούς δεν φαίνεται να του απαντά σαν κοινό άνθρωπο, αλλά σαν άνθρωπο που ποθεί την ακρότητα των αρετών, γιατί στις συνηθισμένες είναι εντάξει. Του λέγει, ακόμη; 

-Αν θέλεις να είσαι τέλειος, αν θέλεις να γίνεις άρρωστος στην ευσέβεια τότε πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου, μοίρασε τα στους φτωχούς κι’ ακουλούθησέ με. Αυτό είναι που σου λείπει ακόμη.

Είναι σαν να του λέγει: Δεν κατάλαβες, λοιπόν, ότι δεν είναι δυνατόν να λες ότι αγαπάς το πλησίον σου σαν τον εαυτό σου, ενώ εσύ έχεις πολλά υλικά αγαθά κι’ άλλοι στον κόσμο πεινούν;

Σαν τ’ άκουσε ο νέος εκείνος, έχασε τη μιλιά του, η όψης του συννέφιασε, τον έπιασε λύπη κι’ έφυγε.

Γιατί; Διότι ήταν πλούσιος και είχε πολύ βίος. Ότι του ζήτησε ο Ιησούς, ήταν εξαιρετικά βαρύ, ακατόρθωτο. Δεν θα μπορούσε να το κάμει. Θεώρησε, λοιπόν, περιττή την παρά πέρα συνομιλία, στράφηκε προς τα πίσω κι’ απομακρύνθηκε.

Τότε ο Ιησούς γύρισε και είπε στους μαθητές του:

-Σας λέγω και σας βεβαιώνω, ότι πολύ δύσκολο πράγμα να μπει πλούσιος στην βασιλεία των ουρανών. Και για να καταλάβετε πόσο είναι δύσκολο, σας φέρνω ένα παράδειγμα: πιο άνετα μπορεί να περάσει ο κάβος, το χονδρό σχοινί, από την τρύπα του βελονιού, παρά να εισέλθει πλούσιος στην βασιλεία του Θεού.

Λόγος φοβερός, που τάραξε τον νου των μαθητών, τους αναστάτωσε και του έκαμε να σαστίσουν.

Κι’ αυθόρμητα τότε βγήκε απ’ όλους το ερώτημα:

-Ποιος, λοιπόν, μπορεί να σωθεί;

Προσέξετε, αγαπητοί αδελφοί, αυτό το ερώτημα, αυτή την απορία. Από πρώτη όψη, δεν φαίνεται δικαιολογημένη. Ο Ιησούς τους είχε πει, ότι είναι πολύ δύσκολο να σωθούν οι πλούσιοι. Αλλά οι πλούσιοι είναι λίγοι. Οι πιο πολλοί είναι οι φτωχοί. Γιατί λοιπόν, οι απόστολοι διερωτώνται ποιος μπορεί να σωθεί, αφού υπάρχουν τόσοι και τόσοι φτωχοί, που τους είναι εύκολο να μπουν στην ουράνια βασιλεία;

Ίσως, βέβαια, ρωτώντας «ποιος», να εννοούσαν αυτοί «ποιο» αυτοί «ποιος πλούσιος». Ίσως, όμως, άθελα τους να γενίκευσαν το ρώτησα, οπότε και πάλι αυτό στέκεται, όσο κι αν με την πρώτη μάτια φαίνεται αδικαιολόγητο. Διότι πλούσιοι δεν είναι μονάχα όσοι κατέχουν χρήματα και μέγαρα κι’ ακριβές ενδυμασίες κι αμάξια κι’ άφθονα φαγητά. Υπάρχουν κι’ άλλα είδη των διανοητικών χαρισμάτων. Ο πλούτος της σωματικής ωραιότητας. Ο πλούτος των λογής – λογής ικανοτήτων. Όλα αυτά κάνουν εκείνον που τα κατέχει, να τους δίνει μεγάλη σημασία, να προσκολλάται σ’ αυτά και για χάρη τους να ξεχνά τα αιώνια, τα άφθαρτα, τα πολυτιμότερα.

Έτσι, λοιπόν, αγαπητοί αδελφοί, χωρούμε όλοι στους πλούσιους, για τους οποίους μίλησε ο Κύριος. Ο καθένας μας κάτι έχει που να τον θέλγει και να τον τραβά προς τον κόσμο. Ο καθένας μας μπορεί κάλλιστα προς τον κόσμο. Να ανήκει στους πλούσιους, που δύσκολα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού, γιατί είναι δεμένη η καρδιά τους στα επίγεια.

Θα έπρεπε, λοιπόν, να τρομάζουμε, όταν ο Κύριος μας παρουσιάζει με τη φοβερή εκείνη βεβαίωση, που έκαμε στους αποστόλους του, τόσο στενή την είσοδο στην αιώνια ζωή. Αλλά εκείνη η βεβαίωσης δεν έμεινε μόνη και ξεκρέμαστη. Την ακολούθησε μία άλλη, χαρμόσυνη και παρηγορητική. Στην απορία των μαθητών του, ο Ιησούς βιάστηκε ν’ αποκριθεί:

-Για τους ανθρώπους αυτό είναι αδύνατο, αλλά για το Θεό όλα είναι κατορθωτά.

Η ανθρώπινη φύσις ρέπει προς τα κάτω, έχει την τάση να προσκολλάται στα φθαρτά. Αλλά η χάρης του Θεού είναι τόσο δυνατή, τόσο θαυμαστή, ώστε νικά τη ροπή της ανθρώπινης φύσεως και κάνει τον καθένα να νικήσει τον εαυτό του, να αποσπαστεί από την αγάπη προς τα επίγεια και να ζητήσει φλογερά τους ουρανίους θησαυρούς. Αρκεί να  εμπιστευθούμε σ’ αυτή τη Χάρη, να ζητήσουμε τη βοήθεια και τη συμπαράστασή της.

Το ωραίο, λοιπόν, και μοναδικό δίδαγμα, στο οποίο καταλήγει η σημερινή περικοπή, είναι το εξής: μόνοι μας δεν μπορούμε να σωθούμε, αλλά με τη χάρη του Θεού αυτό είναι κατορθωτό.

Αν ο νέος της ευαγγελικής διηγήσεως που ακούσαμε, δεν έφευγε, αλλά ζητούσε από το Χριστό να τον βοηθήσει, δεν θα διαψεύδονταν η ελπίδα του,. Θα γίνονταν τότε το θαύμα να μπει άλλος ένας πλούσιος στην αιώνια ζωή, όπως τόσοι και τόσοι μπήκαν και θα μπαίνουν μετά από αυτόν. Πως μπήκαν και πως θα μπαίνουν όλοι αυτοί; Με το ανεβάζουν την καρδιά τους, βοηθημένοι από τη θεία Χάρη. Και να αποσπούν από τα επίγεια αγαθά στα ουράνια. 

Πηγή: Στα Ίχνη του Αρχιποίμενος, Εκδόσεις: Παρρησία.

Μετάβαση στο περιεχόμενο