Ι’ Μάρκου

Ι’ Μάρκου

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι’ ΜΑΡΚΟΥ

Βασιλείου Μουστάκη

Διδάκτορος Θεολογίας

ΑΣ ΠΑΡΟΥΜΕ, αγαπητοί αδελφοί, από τη σημερινή περικοπή την αφορμή να πούμε δύο λόγια για τον πιο αγαπημένο και πιο τέλειο από τους μαθητές του Χριστού μας, τον επιστήθιο του Ιωάννη. Τα σχετικά μ’ αυτόν, που θα αναφέρουμε, είναι παρμένα από όσα σημειώνουν τα ιερά Ευαγγέλια κι’ η αρχαία παράδοσης της Εκκλησίας.

Ο Ιωάννης ήταν ο νεότερος των αποστόλων. Συνδέονταν ιδιαίτερα με τον πρωτόκλητο Ανδρέα, με τον οποίο, πριν πάνε στον Χριστό, είχαν κάνει μαθητές του Τιμίου Προδρόμου.

Είχε ένα χαρακτήρα αρκετά διαφορετικό απ’ ότι συνηθίσαμε να φανταζόμαστε. Ήταν πολύ ενθουσιώδης και δεν είχε καθόλου μαλακή καρδιά προς όσους αντιστρατεύονταν στο έργο του Θεού. Ήταν, δηλαδή, γνήσιος μαθητής του Βαπτιστού, που με λόγια πύρινα κι’ αμείλικτα κήρυττε στις όχθες του Ιορδάνου. Σ’ αυτό το προηγούμενο, πρόσθεσε κι’ ένα άλλο ακόμη λόγο, για να εξηγήσεις την σκληροκαρδία του Ιωάννου: το γεγονός ότι ήταν παρθένος. Ο γάμος είναι ευλογημένος από τον Θεό, αλλά πάντως βρίσκεται πιο κάτω από την παρθενία, που κάνει τον άνθρωπο ολότελα αφοσιωμένο στα θεία, αγωνιστή βίαιο κατά της αμαρτίας, ασυμβίβαστο ως την παραμικρή λεπτομέρεια.

Από τον Κύριο, ο Ιωάννης με τον αδελφό του τον Ιάκωβο, που επίσης είχε τέτοιο χαρακτήρα, επονομάστηκαν «υιοί βροντής».

Δεν ήταν, λοιπόν, μονάχα ο τρυφερός και σιωπηλός μύστης, που έγερνε στο στήθος του διδασκάλου το κεφάλι, αλλά και ένας φλογερός εχθρός και στηλιτευτής της αμαρτίας. Κι’ ο Ιησούς, αναμφίβολα, τον αγαπούσε τόσο πολύ, όχι μόνο για την ευαισθησία που ο Ιωάννης παρουσίαζε απέναντι του, αλλά και για τη σκληράδα του απέναντι της αμαρτίας.

Ήταν ο διαλεκτός των διαλεκτών, αυτός που ικανοποιούσε κι’ ανάπαυε τον Χριστό περισσότερο από άλλους.

Όμως, είχε κι’ ο Ιωάννης κάτι στο παθητικό του. Τα ιερά Ευαγγέλια αναφέρουν δύο περιπτώσεις, κατά τις οποίες πίκρανε τον Υιό του Θεού, γεγονότα που στα δύο ενέργησε μαζί με τον Ιάκωβο, με τον οποίο φαίνεται ότι ήταν σύμφωνος στις άστοχες εμπνεύσεις.

Το πρώτο γεγονός είναι το εξής. Κάποτε, πηγαίνοντας στα Ιεροσόλυμα, ο Ιησούς κι’ οι δώδεκα απόστολοι πέρασαν από ένα χωριό της Σαμαρείας, που οι κάτοικοι της, όπως είναι γνωστό, μισήσουν πολύ τους Ιουδαίους. Στο χωριό εκείνο δεν βρήκαν καθόλου ευχάριστη υποδοχή. Τότε οι δύο αδελφοί είπαν στον Κύριο:

-Πες να κατέβει φωτιά από τον ουρανό και να τους κάψει.

Αλλά ο Χριστός αποκρίθηκε:

-Δεν ξέρετε τίνος πνεύματος είστε.

Δηλαδή του πνεύματος του δικού μου που είναι συγχωρητικό και ανεξίκακο.

Το δεύτερο γεγονός είναι αυτό που ακούσαμε σήμερα. Λίγο πριν από το Πάθος, πάλι οι δύο τους, παρακάλεσαν τον Χριστό να τους βάλει στα δεξιά και στ’ αριστερά του, όταν θα έρχονταν στην βασιλεία του. Ενώ εκείνος επρόκειτο ν’ ανέβει, αντί στο θρόνο του Δαβίδ, στο ικρίωμα του Σταυρού. Κι’ εδώ, λοιπόν, αγαπητοί αδελφοί, βλέπουμε την ίδια άγνοια του πνεύματος του Χριστού, ανακατεμένη μάλιστα τώρα με τη φιλαυτία.

Αλλ’ αυτά τα δύο περιστατικά, που βαρύνουν τον Ιωάννη, αποδίνοντας την ανθρώπινη αδυναμία του, δεν μπορούν να επισκιάσουν τις άλλες του αρετές και τη λαμπρή και ξέχωρη θέση του είχε πλάι στον Σωτήρα. Για να έχει τη φανερή προτίμηση του Κυρίου ο Ιωάννης, σημαίνει ότι το άξιζε.

Και πόσο το άξιζε αποδείχνεται από ένα γεγονός που είναι αδύνατο να παραβλέψει κανείς. Όταν, μετά τη σύλληψη του Ιησού, οι άλλοι απόστολοι σκόρπισαν φοβισμένοι, σαν πρόβατα που έχασαν τον τσοπάνη τους, μόνο ο Ιωάννης έμεινε κοντά του. Είναι κι’ ο Πέτρος, που ακολουθεί τον Χριστό, αλλά μονάχα ως την αυλή του αρχιερέως, παρασυρμένος μάλλον και παίρνοντας θάρρος από τον Ιωάννη. Εκεί, όμως, άρκεσαν δύο φιλύποπτα λόγια μιας υπηρέτριας, για να κάμουν τον Πέτρο να αρνηθεί.

Θα πει τώρα κανείς: ο Ιωάννης ήταν γνωστός στο περιβάλλον του αρχιερέως, όπως αναφέρει το Ευαγγέλιο. Συνεπώς δεν ήταν τόλμη αξιέπαινη αυτό που έκανε. Αλλά ίσα-ίσα αυτό ήταν ένας λόγος παρά πάνω για να φοβηθεί. Διότι, γνωρίζοντας τον, θα τον έπιαναν. Ύστερα, ο Ιωάννης δεν περιορίστηκε μόνο σ’ αυτό. Αλλά βρέθηκε και κάτω από τον σταυρωμένο Κύριο του μαζί με τη Θεοτόκο.

Πάνω στον Γολγοθά, ο Ιησούς του εμπιστεύτηκε τη μητέρα του, λέγοντας του: «Ιδού η μήτηρ σου». Κι’ η παράδοσης αναφέρει ότι, ως την κοίμηση της Παρθένου, ο Ιωάννης ήταν μαζί της.

Δεν υπήρχε πιο ωραία ανταπόδοσης της αφοσιώσεως του απ’ αυτή την παρακαταθήκη, απ’ αυτή την εμπιστοσύνη.

Αλλά και κάτι άλλο ακόμη του χάρισε ο Κύριος. Να μείνει τελευταίος από όλους διαλεκτούς του πάνω στη γη. Οι άλλοι απόστολοι, αφού κήρυξαν το Ευαγγέλιο στα πέρατα της οικουμένης, βρήκαν σύντομα ένα θάνατο μαρτυρικό. Ο Ιωάννης, όμως, έμεινε πολύ καιρό μετά από αυτούς, σαν μια ευλογημένη ζωντανή θύμησης, ώσπου η νεαρή Εκκλησία να χορτάσει τη διδασκαλία του, που ήταν τόσο φωτεινή και θερμή.

Και πάλλευκος γέροντας πια, μόλις συγκρατούμενος στα πόδια του και μη μπορώντας να ψελλίζει τίποτα άλλο παρά τη μεγάλη, λιγόλογη εντολή «Αγαπάτε αλλήλους», ευλόγησε τέλος με τρέμοντα χέρια το ποίμνιο της Εφέσου και παρέδωσε την άσπιλη ψυχή του στον δοξασμένο Κύριο του.

Λέει, μάλιστα, η αρχαία παράδοσης, ότι ο ίδιος κατέβηκε στον τάφο, έστρωσε τον μανδύα του και τον σφάλισε ήσυχα τα μάτια του. Κι’ ακόμη ότι η γη δεν τον κράτησε, αλλά μεταστάθηκε ολόσωμος στους ουρανούς σαν τον Ηλία και τον Ενώχ.

Πηγή: Στα Ίχνη του Αρχιποίμενος, Εκδόσεις: Παρρησία. 

Μετάβαση στο περιεχόμενο