Ε’ Ματθαίου
Ε’ Ματθαίου
Ε’ Ματθαίου
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Βασιλείου Μουστάκη
Διδάκτορος της Θεολογίας
(Και αφού τον είδαν, τον παρακάλεσαν να βγει από τα σύνορά τους.)
Πιο Φρικτή, πιο αξιοθρήνητη και πιο απονενοημένη παράκληση δεν θα μπορούσε να ύπαρξη, αγαπητοί αδελφοί, από εκείνου που έκαμαν οι Γεργεσηνοί στον Ιησού. Του ζήτησαν να βγει από τα σύνορα τους, να φύγει από τον τόπο τους.
Ο ήλιος της δικαιοσύνης είχε ανατείλει πάνω τους κι’ αυτοί θέλησαν να μην τον ξανά δουν. Ο ευεργέτης τους επισκέφτηκε κι’ αυτοί αντί να τον κρατήσουν όσο ήταν δυνατόν περισσότερο κοντά τους, τον παρέπεμψαν. Η αιώνια ζωή κι η αιώνια αλήθεια βρέθηκαν ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους κι όμως τις έσπρωξαν μακριά, βιάστηκαν να τις αποξενωθούν.
Όλη η πόλις- σημειώνει ο ιερός ευαγγελιστής – βγήκε σε συνάντηση του Ιησού, όταν οι χοιροβοσκοί μετέδωσαν την είδηση των θαυμάτων του. Τι ωραίο θα μπορούσε να ήταν αυτό! Τι αξιοθαύμαστη θα μπορούσε να είναι η έξοδος όλων των κατοίκων εκείνης της πόλεως, που έσπευσαν να συναντήσουν τον Σωτήρα! Διότι θα περίμενε κανείς να τον πιάσουν από το φόρεμα, να του αγκαλιάσουν τα πόδια και να μην τον αφήσουν να φύγει. Να τον παρακαλέσουν να μείνει μαζί τους. Να του ζητήσουν, όπως είχε κάνει στους δύο δαιμονιζόμενους, να κάνει και σ’ αυτούς. Τι δηλαδή; Να τους φωτίσει τις ψυχές. Να τους ανορθώσει το βίο.
Αλλά έκαμαν το αντίθετο. Έσπευσαν όχι να κρατήσουν, αλλά να απωθήσουν τον Χριστό. Έσπευσαν όχι να πολιτογραφηθούν στη βασιλεία του Θεού, αλλά να ζητήσουν την εξαίρεση τους απ’ αυτή.
Όπως η αγέλη των χοίρων, δαιμονοκίνητη, όρμησε και κρημνίστηκε στη λίμνη έτσι κι’ όλο το πλήθος των ανθρώπων εκείνων οιστρηλατημένο από τον Διάβολο, χίμηξε εναντίον της σωτηρίας, εναντίον της απολυτρώσεως. Με την αίτηση που διατύπωσαν οι Γεργεσηνοί, με την παράκληση που επέβαλαν, απέδειξαν ότι αγαπούσαν το σκοτάδι και τους ήταν ανυπόφορο το φως, ότι ήθελαν τον θάνατο και δεν ορέγονταν τη ζωή, ότι προτιμούσαν την αμαρτία κι’ απέρριπταν την αγιότητα.
Ω φοβερή σπουδή! Ω απόκρημνη βία! Ω φροντίδα κι’ έγνοια και κίνησης, που δεθήκατε σε έργο, για να φυλάξετε την απώλεια και να αποτρέψετε την σωτηρία! Ω καταραμένη ευαισθησία της αμαρτίας, που δεν ανέχθηκες το πλησίασμα της Χάριτος, το φθάσιμο της θείας αγάπης, αλλά συγκέντρωσες αυτούς που έμελλαν να ευαισθητοποιηθούν και τους κίνησες εναντίον του Ευεργέτου και τους έκαμες να ζητήσουν μ’ ένα στόμα την αποχώρηση του!
Δεν αδιαφόρησαν, αγαπητοί αδελφοί, οι Γεργεσηνοί. Δεν έμειναν αδρανείς. Στάθηκαν τεχνίτες της ενεργού αμετανοησίας. Αποδοκίμασαν τον Χριστό πριν καλά – καλά προλάβει να τους φωνάξει κοντά του. Έβαλαν την παλάμη τους στα χείλη της σωτηρίας και δεν έδειξαν το δρόμο της φυγής.
Είδαν τον Κύριο και δεν τον αναγνώρισαν ως φίλο, αλλά ως ανεπιθύμητο κι’ επικίνδυνο παρείσακτο. Είδαν το Κύριο και το μόνο που σκέφτηκαν να του πουν, στάθηκε η παράκλησις να φύγει από τη χώρα τους, να βγει από τα σύνορά τους.
Έτσι αποδείχθηκαν πιο χαλεποί, πιο ανθεκτικοί μπροστά στη Χάρη και τους δύο δαιμονιζομένους συντοπίτες τους. Ο ιερός ευαγγελιστής γράφει για εκείνους, ότι έβγαινα από τα μνημεία κι’ ήταν τόσο αποτροπιαστικό το παρουσιαστικό τους, ώστε δεν μπορούσε να περάσει κανείς από εκείνο το δρόμο. Ο Ιησούς, όμως, οπισθοχώρησε. Τους αντιμετώπισε. Τους απάλλαξε από τα δαιμόνια που φώλιαζαν μέσα τους. Και τους έκαμε να μη ξαναμπούν στα μνημεία που χρησιμοποιούσαν για να κατοικούν.
Δεν έγινε, όμως, το ίδιο με τους υπολοίπους Γεργεσηνούς. Αυτοί βγήκαν από τον μεγάλο τάφο της αμαρτωλής πόλεως των κι’ απέκλεισαν τον δρόμο της Χάριτος. Αυτοί στάθηκαν τόσο χαλεποί, τόσο δυνατοί μπροστά της, ώστε την έκαμαν να σταματήσει και να αλλάξει κατεύθυνση, χωρίς να τους ευεργετήσει. Αυτοί έκαμαν τον Χριστό να φύγει άπρακτος.
Κύριε, αξίωσε μας να νοιώθουμε πάντα την ανάγκη σου. Να καταλαβαίνουμε πόσο μας είσαι απαραίτητος. Να σε ποθούμε. Να σε κρατούμε κοντά μας, ανάμεσά μας. Όχι επειδή θα το αξίζουμε. Αλλά μονάχα γιατί θα σου έχουμε δείξει, ότι συναισθανόμαστε ότι εσύ είσαι αυτό που μας λείπει. Αμήν.
Πηγή: Στα Ίχνη του Αρχιποίμενος, Εκδόσεις: Παρρησία.