Ε’ Λουκά

Ε’ Λουκά

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε’ ΛΟΥΚΑ

Βασιλείου Μουστάκη 

Διδάκτορος Θεολογίας

ΑΝΥΠΟΠΤΟΣ ήταν, αγαπητοί αδελφοί, ο πλούσιος της παραβολής για το τι επρόκειτο να του συμβεί, για την φοβερή αλλαγή που περίμενε. Περνούσε τις ημέρες του πάνω στη γη ευφραίνοντας τον εαυτό του με χίλιες δύο απολαύσεις και χωρίς να του περνά καθόλου από το νου ότι ο όχι μόνο όλα αυτά ήταν πρόσκαιρα και διαβατικά, αλλά και ότι θα τα διαδέχονταν η αιώνια κόλασης. Η μέθη του πλούτου και των ηδονών του είχε βάλει πανί στα μάτια της ψυχής, τον είχε τυφλώσει ολότελα και δεν τον άφηνε να δει το πραγματικό του συμφέρον.

Φίλαυτος στο έπακρο ήταν ο πλούσιος εκείνος. Δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο, δεν ενδιαφέρονταν για τίποτα άλλο παρά πώς να ευχαριστεί και να ικανοποιεί τον εαυτό του, αδιαφορώντας για τους άλλους ανθρώπους. Η καρδιά του ήταν ένα κομμάτι πέτρα και δεν ένοιωθε την παραμικρή συμπόνια για τους διπλανούς του. Απόδειξης, ο φτωχός και καταπληγωμένος Λάζαρος, που κειτόταν στην εξώπορτα του μεγάρου του, καθημερινή, ζωντανή υπόμνησης του Θεού σ’ αυτόν τον άσπλαχνο πλούσιο, σαρκική κι’ άφωνη σάλπιγγα που ο μυστηριώδης ήχος της θα έσχιζε κάθε άλλη ψυχή και θα την έκανε να ακούσει την θεία αγάπη. Αυτός, όμως, δεν είχε αισθανθεί τίποτε, βλέποντας κάθε μέρα το Λάζαρο, καθώς έμπαινε κι’ έβγαινε και περνούσε από μπροστά του.

Δεν ενδιαφέρονταν για τίποτε άλλο παρά μονάχα για τον εαυτό του. Αλλά τα πράγματα απόδειξαν ότι η φιλαυτία του, η τόσο αποκλειστική και απεριόριστη, ήταν το χειρότερο είδος σκληρότητας, που θα μπορούσε να διαλέξει για τον εαυτό του. Γιατί, ξεγελώντας τον με μια προσωρινή γλύκα, τον απέκλεισε για πάντα από την αληθινή χαρά και του εξασφάλισε την αιώνια συμφορά. Όπως ο ασυλλόγιστος Ησαύ, για ένα πιάτο φακή, έχασε τα πρωτοτοκία έτσι και ο πλούσιος της παραβολής, για λίγη γήινη ηδονή, έχασε τη ουράνια ευφροσύνη, που δεν έχει ούτε όρια ούτε χρονικό τέλος.

Όταν έκαμε, αγαπητοί αδελφοί, τη φοβερά αυτή εκλογή ο πλούσιος, δεν φαντάζονταν το λάθος του. Είδατε την έκπληξη του, όταν βρέθηκε στη γέεννα. Είδατε το ξύπνημα του στην Πραγματικότητα. Κι’ είδατε τη σπουδή του-όταν από το στόμα του Αμβράαμ πείσθηκε ότι δεν υπήρχε πια ελπίδα ανακουφίσεως-να σώσει τουλάχιστον τους αδελφούς του, ειδοποιώντας τους για το τι τους περίμενε κι’ αυτούς, αν δεν προλάβαιναν να μετανοήσουν.

Ο Λάζαρος παρηγορείται, ανταμείβεται εδώ, του είπε ο Αβράαμ, και εσύ υποφέρεις, πληρώνεις την εκλογή που έκαμες.

Κι’ ο πλούσιος τότε παρακάλεσε τον πατριάρχη να στείλει τον Λάζαρο πίσω στη γη, στους άφρονες αδελφούς του, για να τους ξυπνήσει εγκαίρως από την πλάνη, να τους βγάλει, είναι αργά πλέον, από το σκοτάδι.

Η αμαρτία, όταν δεν προσέξει κανείς στην αρχή και την αφήσει να τον κυριεύσει, δεν μένει άπραγη. Κάνει εκείνο που της είναι απ’ όλα πιο απαραίτητο. Βυθίζει τον νου και τις αισθήσεις στον ζόφο, κόπτει τα νεύρα της ψυχής,τις καλές διαθέσεις, αχρηστεύει τους καλούς λογισμούς, πνίγει την προαίρεση προς το καλό. Ο πλούσιος είχε πάψει από καιρό να σκέφτεται την ψυχή του, είχε αφεθεί στην πλανερή αίσθηση, ότι το παν ήταν οι απολαβές του κόσμου αυτού κι’ ότι τίποτε άλλο δεν υπήρχε έξω τους. Γι’ αυτό δεν του έλεγε τίποτε στην καρδιά του το θέαμα του Λαζάρου ούτε τα διδάγματα του Μωυσέως και των προφητών έβρισκαν απήχηση μέσα του. Δεν ήξερε να ακούει, δεν ήξερε να προσέχει, δεν ήξερε να ακολουθεί παρά τα προστάγματα του Διαβόλου.

Όποιος κάνει την αμαρτία-λέει η Γραφή και το μαρτυρεί τρανότατα η πείρα- γίνεται στο τέλος δούλος της, ολότελα υποχείριος της. Δεν έχει πλέον δική του θέληση, δικούς του λογισμούς. Κατορθώνει έτσι να μη βλέπει και να μη αισθάνεται μια τόσο μεγάλη αλήθεια, όπως είναι το γεγονός ότι τα παρόντα παρέρχονται και τα διαδέχεται η κρίσις του Θεού, που οι αποφάσεις της είναι αιώνιες.

Ας προσέξουμε, λοιπόν, αγαπητοί αδελφοί, μήπως συμβεί και σε μας κάτι παρόμοιο. Όταν δεν πολεμάμε την αμαρτία και την αφήνουμε να περάσει μέσα μας, το πρώτο που θα επιζητήσει να κάμει είναι να σκοτίσει το νου μας, να πωρώσει τη καρδιά μας, να τα τσακίσει μέσα μας το κεντρί της συνειδήσεως, που θα μας έσπρωχνε σε μετάνοια, σε ανάνηψη.

Όταν αυτό το κεντρί λείψει, τότε η Χάρις του Θεού δεν βρίσκει ανταπόκριση στην ψυχή, τότε τα λόγια του Ευαγγελίου δεν την ξυπνούν, τότε ακόμη και νεκροί να γύριζαν-όπως είπε ο πατριάρχης στον πλούσιο-και να φανέρωναν την αλήθεια, η πωρωμένη, η αναίσθητη πλέον εκείνη ψυχή, δεν θα μπορούσε να έχει κατάνυξη. 

Πηγή: Στα Ίχνη του Αρχιποίμενος, Εκδόσεις: Παρρησία.

Μετάβαση στο περιεχόμενο