Δ’ Λουκά
Δ’ Λουκά
ΚΥΡΙΑΚΗ Δ’ ΛΟΥΚΑ
Βασιλείου Μουστάκη
Διδάκτορος Θεολογίας
ΟΙ ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ του Κυρίου, αγαπητοί αδελφοί, έχουν μέσα τους βαθειά σκι σωτήρια νοήματα. Οι πιο πολλές δεν εξηγήθηκαν από τον ίδιο τον Χριστό. Μερικές έχουν στο τέλος μια φράση-προβολέα, που φωτίζει τα πολύτιμα νοήματά τους. Υπάρχει, όμως, και μία, αυτή που μόλις ακούσαμε, η οποία είναι η αποκρυπτογραφημένη καταλεπτώς, δοσμένη συγχρόνως σε μια ερμηνευτική παράφραση. Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού. Και τα διάφορα κομμάτια γης, όπου πέφτει με ποικίλα στο καθένα αποτελέσματα, είναι οι λογής- λογής ψυχές. Δεν τον δέχονται όλοι οι άνθρωποι με τις ίδιες προϋποθέσεις, κάτω από τις ίδιες συνθήκες.
Ο μυστηριώδεις αυτός σπόρος είναι ένας και μοναδικός. Έχει πάντα την ίδια και αδιάφθορη κι’ εξαίσια ποιότητα, την ίδια γονιμοποιό δύναμη. Και πέφτει προς όλες τις κατευθύνσεις με απλοχεριά από τον θείο Σπορέα, από τον ουράνιο Γεωργό.
Δεν πιάνει, όμως, παντού το ίδιο. Μάλιστα, στα πιο πολλά μέρη, σπέρνεται χωρίς κανένα όφελος. Η σπατάλη, με την οποία ρίχνεται εδώ και εκεί, δεν βρίσκει ανταπόδοση και χάνεται έτσι μεγάλη ποσότητα του. Ακένωτο είναι το διπλό δισάκι- η παλαιά κι η Καινή Διαθήκη -απ’ όπου, στο κύλημα των αιώνων, αέναα σκορπίζεται ο λόγος του Θεού. Αλλά μονάχα σ’ ένα ορισμένο τμήμα του μυστικού χωραφιού των ψυχών είναι η «γη η αγαθή», όπου φυτρώνει ο σπόρος κι’ αποδίνει. Σε όλα τα άλλα, για διάφορες αιτίες, η σπορά πάει χαμένη.
Να πρώτα – πρώτα η γη που δεν έχει ικμάδα, εκείνοι που με χαρά δέχονται τον λόγο, όσοι έρχονται σε κατάνυξηείναι όλο ενθουσιασμό, συγκατάθεση, επιδοκιμασία, έξαρση, αλλά με τον πρώτο πειρασμό, με την πρώτη θλίψη, τον ξεχνούν, τον αρνούνται, τον προδίνουν. Μοιάζουν με το έδαφος που έχει λίγο χώμα, είναι ρηχό. Εκεί δεν μπορούν να προχωρήσουν οι ρίζες του νεαρού φυτού της πίστεως κι’ έτσι με την παραμικρή καιρική αλλαγή το φυτό αυτό ξεραίνεται η ξεκολλά.
Ο σπόρος της αλήθειας και της ζωής δεν πάει χαμένος, όμως, μόνο εδώ. Είναι και το χώμα το σκεπασμένο από τ’ αγκάθια και τους τριβόλους των ηδονών και των μεριμνών του βίου, που συμπνίγουν το υπερφυσικό φυτό της πίστεως και δεν το αφήνουν καν ν’ αναπτυχθεί. Ακούνε κ’ οι πολυάσχολοι που αρέσκονται με στηνύλη το Ευαγγέλιο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το φως κι’ ο αέρας λείπουν από το νεαρό φυτό, που το σκεπάζουν και το τυραννούν οι γήινες μέριμνες κι’ ηδονές. Πως μπορεί, λοιπόν, να προκόψει το έργο της Χάριτος σε τέτοιες συνθήκες; Πώς να καρποφορήσει το Ευαγγέλιο, εκεί όπου πρυτανεύουν οι ασωτίες κι’ η προσκόλληση στα υλικά αγαθά;
Αλλά να τώρα μια Τρίτη, ίσως η πιο αξιοθρήνητη περιοχή, όπου πάλι αποτυγχάνει το θείο έργο. Η «παρά την οδόν», οι προσβάσεις του αγρού, που βλέπουν το δρόμο. Είναι κι’ εκεί όχι λίγες ψυχές, απομακρυσμένες, εκτεθειμένες. Στις άλλες, τις πιο μέσα, μπορεί να περάσει άροτρο και να κάμει το ρηχό χώμα παχύ. Μπορεί να περάσει το δρεπάνι και να κόψει τ’ αγκάθια. Αλλά εδώ, στις παρυφές, ο κίνδυνος είναι πιο μεγάλος, η απώλεια πιο βέβαια.
Ο σπόρος πέφτει και δεν βυθίζεται στο χώμα, γιατί προλαβαίνουν τα πουλιά και τον τρώνε, ή οι διαβάτες και τον πατούν. Πρόκειται για ψυχές που βρίσκονται μακριά από την Εκκλησία. Είναι όσοι δεν πήραν χριστιανική αγωγή στο σπίτι τους, όταν βρίσκονταν σε τρυφερή ηλικία. Είναι όσοι απέχουν από τις ευκαιρίες για να σωθούν. Γι’ αυτούς, ο λόγος του Θεού δεν έχει παρά τη διάρκεια του ήχου που τον κλείνει, κι’ οι δαίμονες, σαν πτηνά τον σηκώνουν ευθύς. Ή τον συνθλίβει κάτω από το πέλμα του ο κατ’ εξοχήν διαβάτης, ο ίδιος ο Σατανάς, που τριγυρίζει την Εκκλησία εξόριστος κι’ αποκλεισμένος. Αυτού τα πέλματα έχουν σκληρύνει με το συχνό διάβα τους το έδαφος των εκτεθειμένων ψυχών κι’ ο λόγος του Θεού έτσι πάει ματαίως.
Δεν είμαστε αγαπητοί αδελφοί, η «γη ή παρά την οδόν». Ούτε είμαστε τόσοι πολλοί η άλλη εκείνη, που τη συμπνίγουν τ’ αγκάθια των μεριμνών και των ηδονών. Ούτε, τέλος, είμαστε πέρα ως πέρα η γη που δεν έχει βάθος. Αλλά στις δύο τελευταίες περιπτώσεις υπάρχει κάτι από τον εαυτό μας.
Ας πάρουμε, λοιπόν, την απόφαση να γίνουμε γη αγαθή ολότελα. Δεν πρέπει να μένουμε στην κατάσταση που βρισκόμαστε. Το χώμα είναι άψυχο, αλλά εμείς έχουμε την ευκαιρία ν’ αντιδράσουμε σε μια κακή κατάσταση, ν’ αλλάξουμε, να γίνουμε όπως μας θέλει ο Χριστός.
Είναι εύκολο να το κατορθώσουμε. Πως; Ανοίγοντας τη ψυχή μας στο λόγο του Θεού, αφήνοντας του όλους τους εισόδους της ανοιχτές, χωρίς δισταγμούς και αμφιταλάντευση. Παραδίνοντας ολόκληρο το βίο μας στον πλοηγό της σωτηρίας, τον Ιησού, κι’ αφήνοντάς τον να μας οδηγήσει όπου ο ίδιος θέλει ανάμεσα από τις χαρές και τις λύπες αυτού του κόσμου.
Αυτή η παράδοσης, αυτή η εγκατάλειψης στον Κύριο είναι μυστικό της αγαθής γης. Όταν φέρνουμε εμπόδια στον θείο λόγο, όταν παραμερίζουμε κάθε άλλη αγάπη χάριν της αγάπης του Χριστού, όταν ο λόγος του φθάνει ως τα βάθη μας, τότε το φυτό της χριστιανικής ζωής ριζώνει καλά, αναπτύσσεται, ανθοφορεί, δίνει καρπούς αθανασίας. Τότε αποδίνουμε άλλος πενήντα κι’ άλλος εκατό, όπως λέγει η παραβολή.
Πηγή: Στα Ίχνη του Αρχιποίμενος, Εκδόσεις: Παρρησία.