Tου Ασώτου
Tου Ασώτου
Βασιλείου Μουστάκη
Διδάκτορος Θεολογίας
ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ, αδελφοί, δεν την υπομνηματίζει, την αναλύει και την ερμηνεύει μονάχα το θείο κήρυγμα, που ακούτε από τον άμβωνα. Το ίδιο πράγμα κάνει κι’ η ιερά υμνωδία της Εκκλησίας. Μες από τα εξαίσια τροπάρια των ακολουθιών, που είναι ζυμωμένα με τον λόγο του Θεού και τον ακτινοβολούν, δεν γίνεται τίποτε άλλο παρά ένας υπομνηματισμός του, μια ανάλυσης του, μια ερμηνεία του.
Γύρω λοιπόν από την παραβολή του Ασώτου Υιού, που είναι το ευαγγελικό ανάγνωσμα αυτής της Κυριακής, πλέκονται τα τροπάρια του χθεσινού εσπερινού και του σημερινού όρθρου κι’ είναι απ’ ευθείας το σημερινό ανάγνωσμα το σημερινό ανάγνωσμα, ας αφήσουμε να δημιουργηθεί κατάνυξη στην ψυχή μας με το να προσέξουμε ιδιαίτερα ένα από τα τροπάρια αυτά, που είναι ίσως το πιο ωραίο απ’ όλα. Στους στίχους του, με υπέροχες εικόνες, μιλά ο άσωτος, ο αμαρτωλός, που μετανοεί και ζητά από τον ουράνιο πατέρα την άφεση. Είναι εικόνες ολότελα διαφορετικές από εκείνες της παραβολής του Κυρίου, αλλά στο ίδιο πνεύμα. Είναι λόγοι, που κάνουν στον καθένα μας να καταλάβει καλύτερα τι περιέχει εκείνο το «ήμαρτον», που είπε ο άσωτος πέφτοντας στην αγκαλιά του πατέρα του.
Μ’ έβαλες-λέει ο ιερός υμνωδός στον Θεό- σε τόπο, που ήταν γεμάτος από αληθινή ζωή και καθαρός από αμαρτία. Μου τα έδωσες δηλαδή όλα για να ζήσω σαν άγιο παιδί σου. Αλλά εκεί εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο παρά να σπείρω την αμαρτία. Πώς; Με τον βίο μου, που στάθηκε έξω από τον νόμο σου και το θέλημα σου το άγιο.
Κι’ έτσι ήλθε η ώρα που θέρισα τα στάχυα της αμέλειας μου και στοίβαξα με τις πράξεις μου τις κακές και κατακριτέες, τις ανώφελες κι’ ολέθριες σε πολλά δέματα, σωρό μεγάλο.
Τι βλέπω πόσο μεγάλες είναι και τις έχω μπροστά μου για πάντα. Αλλά το μεγαλύτερο κακό δεν είναι αυτό. Είναι κάτι άλλο. Το ότι δεν με τρόμαξαν, δεν μ’ έκαναν να έρθω σε συναίσθηση. Δεν έστρωσα τα δεμάτια αυτά στο αλώνι της μετανοίας.
Και έτσι άφησα να περάσει ο καιρός αχρησιμοποίητος, μη έχοντας μιμηθεί τον Άσωτο της παραβολής. Που σηκώθηκε και εγκαταλείποντας τη μακρύνει χώρα, όπου πεινούσε κι’ υπέφερε, γύρισε στον πατέρα του.
Η συνήθεια μ’ έκανε αδύνατο και μ’ εμποδίζει τώρα να έρθω κοντά σου, να μετανοήσω αληθινά. Γι’ αυτό σε παρακαλώ, σου δέομαι, προαιώνιε γεωργέ των ψυχών μας. Ας πνεύσει ο άνεμος της χάρητος σου και της ευσπλαχνίας σου στον βίο μου. Κι’ ο άνεμος αυτός ας λιχνίσει το άχερο των έργων μου, πετώντας μακριά από την ψυχή μου κάθε κακό κι’ άχρηστο αίσθημα, κάθε κακή κι’ άχρηστη σκέψη.
Κάνε, Κύριε, να απομείνει στο βίο μου από τώρα και πέρα το σιτάρι των καλών έργων, για τα οποία αξίωσε με την Χάρη σου και την ευσπλαχνία σου. Απ’ αυτή τη Χάρη τα περιμένω όλα, που αναπληρώνει τις ελλείψεις κι’ ενισχύει την αδυναμία.
Αυτά είναι, αγαπητοί αδελφοί, απλοποιημένα και σε περίφραση, τα κατανυκτικά λόγια του ωραίου αυτού τροπαρίου, που εψάλλει στον εσπερινό εχθές. Ας τυπωθούν στις ψυχές μας, ας ανέβουν στα χείλη μας κι’ ας γίνουν για τον καθένα μας η προσευχή της μετανοίας, που μας ταιριάζει. Αμήν.
Πηγή: Στα Ίχνη του Αρχιποίμενος, Εκδόσεις: Παρρησία.