Του Θωμά
Του Θωμά
Bασιλείου Μουστάκη
Διδάκτορος Θεολογίας
ΣΦΑΛΙΣΜΕΝΕΣ ήταν οι πόρτες του υπερώου, αγαπητοί αδελφοί, όπου είχαν συναχθεί, καταπτοημένοι και περίφοβοι, οι μαθητές. Και χωρίς να τις ανοίξει, τις πέρασε ο αναστημένος Κύριος, στάθηκε στη μέση, έγινε ορατός κι’ ακουστός στους φίλους του και τους χαιρέτησε: Ειρήνη σε σάς. Έγινε ακριβώς εκείνο που δεν περίμεναν, εκείνο που δεν πήγαιναν οι λογισμοί τους. Οι Μυροφόρες τους είχαν είδη αναγγείλει την Ανάσταση, αλλά αυτοί δεν τις είχαν πιστέψει, θεωρώντας τα λόγια τους παραλήρημα. Τι περίμεναν οι απόστολοι; Να έλθουν οι Ιουδαίοι και να τους πάρουν κι’ αυτούς, όπως τον διδάσκαλό τους, για τους οδηγήσουν στη σφαγή. Ποιος άλλος θα μπορούσε να τους σκεφτεί; Ποιος άλλος θα είχε λόγο να έλθει εκεί και ν’ ασχοληθεί μαζί τους; Εκείνος που τους αγαπούσε, που είχε όσο κανείς άλλος θέση στον όμιλο τους, ο γλυκύτατος Κύριος, ήταν αποθεμένος άπνους στους κόλπους της γης. Οι όχλοι, που εδώ και λίγες ημέρες τον είχαν υποδεχθεί με τα κλαδιά των φοινίκων κι’ είχαν ζηλέψει τους φίλους και τους διαλεκτούς του, τώρα ούτε τους σκέφτονταν καν. Κι’ αν τους σκέφτονταν, θα ένοιωθαν περιφρόνηση. Μονάχα Ιερείς, οι Γραμματείς κι’ οι Φαρισαίοι, έχοντας θανατώσει τον Χριστό, θα ήθελαν ίσως να βάλουν χέρι και στους στενούς φίλους του. Μονάχα αυτοί ίσως να συλλογίζονταν τους αποστόλους και να έστελναν μια άλλη σπείρα να τους πιάσει.
Αλλά να, που δεν είναι έτσι. Δεν συνέβη το κακό που η ανθρώπινη ολιγοπιστία προσδοκούσε, αλλά το μέγιστο καλό που η θεία αγάπη και δύναμης είχαν ετοιμάσει, ο Ιησούς, με σάρκα και οστά, αναστημένος από τον τάφο, διάβηκε με τον ένδοξο, άφθαρτο και πνευματικό σώμα του τις κλειστές πόρτες του υπερώου, παρουσιάστηκε στους φίλους του και τους χαιρέτησε ξανά με τον αξέχαστο και γλυκύτατο εκείνο χαιρετισμό, που τόσο συχνά τους είχε αποτείνει: «Ειρήνη υμίν».
Ειρήνη σε σας. «Ας σκορπίσουν από τις ψυχές σας ο φόβος κι’ η απόγνωσης. Ας ηρεμίσει ο νους σας. Κοιτάξτε τα χέρια μου και την πλευρά μου. Εγώ είμαι, ίδιος. Εγώ είμαι, ο Δεσπότης και διδάσκαλος σας. Ο Άδης δεν με κράτησε, το σκότος δε με κατάπιε, η φθορά δεν με κυρίευσε. Ο τάφος με φιλοξένησε για λίγο, η γη με φύλαξε προς ώρες. Αναστήθηκα από τους νεκρούς κι’ ήλθα να σας δω, να μιλήσω μαζί σας, να φάω από το φαΐ σας. Ας έλθει, λοιπόν, η ειρήνη στις ταραγμένες καρδιές σας, ας αναστηθεί ξανά η πίστης σας».
«Είπεν ουν ο Ιησούς πάλιν αυτοίς· ειρήνη υμίν».
Ειρήνη σε σας, άλλη μια φορά. Όπως μ’ έστειλε ο Πατέρας μου, έτσι κι εγώ τώρα στέλνω σας.
«Και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς· λάβετε πνεύμα Άγιον». Πάρτε, δεχθείτε το Άγιο Πνεύμα, που μ’ αυτό ο Πατέρας μου με σήκωσε από το μνήμα και με δόξασε. Δεχθείτε το ζωοποιό Πνεύμα, για να σηκωθείτε κι εσείς από το χάμω, όπου κείτονται η πίστης σας, η αγάπη σας, η ελπίδα σας. Αναστηθείτε κι’ εσείς στην καινούργια, την αθάνατη ζωή. Εγερθείτε, για να μη γνωρίζεται από δω και πέρα την ακινησία και το συμμάζωμα, αλλά να διατρέξετε την οικουμένη σαν αετοί και να φέρετε στις ψυχές το φως της Αναστάσεως μου. Λάβετε το πνεύμα του Πατρός μου, για να περάσετε κι’ εσείς, όπως και εγώ από τον σφραγισμένο τάφο και τις κλειστές αυτές πόρτες, για να περάσετε κι’ εσείς απ’ όλα τα εμπόδια και να δώσετε σε όλους την ειρήνη που εγώ σας δωρίζω.
«Εχάρησαν ουν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον», σημειώνει ο ευαγγελιστής, αγαπητοί αδελφοί. Ποιοι μαθητές; Όχι όλοι, αλλά οι δέκα μόνο. Διότι έλειπαν δύο. Ένας, που δεν επρόκειτο να ξαναγυρίσει ποτέ πια, ο προδότης. Κι’ ένας, που άξιζε περισσότερο απ’ όλους να δει αυτή την ημέρα τον Κύριο, ο Θωμάς ο Δίδυμος. Γιατί ήταν μακριά καρδιά πιο δυνατή από τις άλλες. «Θωμάς δε εις εκ των δώδεκα, ο λεγόμενος Δίδυμος, ουκ ην μετ’ αυτών ότε ήλθεν ο Ιησούς», σημειώνει πάλι ο Ευαγγελιστής. Δεν ήταν, λοιπόν, μαζί τους. Είχε βγει έξω, ίσως για να προμηθευτεί τρόφιμα, ίσως για μάθει τίποτε από τις προθέσεις των εχθρών του Χριστού. Δεν φοβόταν αυτός, όπως οι άλλοι. Δεν τον ένοιαζαν οι κίνδυνοι. Και πως αυτό πράγματι έτσι ήταν, το βλέπεις από την συμπεριφορά αυτού του μαθητού σε μια άλλη περίσταση, που την αναφέρει ο ίδιος ο ευαγγελιστής Ιωάννης. Όταν ο Κύριος ξεκίνησε να πάει στη Βηθανία, για ν’ αναστήσει τον Λάζαρο, οι άλλοι μαθητές θέλησαν να τον αποτρέψουν, γιατί οι Ιουδαίοι σχεδίαζαν να τον λιθοβολήσουν. Τότε ο Θωμάς μπήκε στη μέση και τους είπε:
-Πάμε και εμείς, για να αποθάνουμε μαζί του.
Αυτός, λοιπόν, ο γενναίος μαθητής έλειπε, όταν για πρώτη φορά είδαν οι απόστολοι τον αναστημένο Κύριο. Κι’ ήταν, ακριβώς για τη γενναιότητα του, εκείνος που άξιζε πιο πολύ απ’ όλους αυτή τη χαρά.
Αλλά ο Ιησούς του την επεφύλαξε ξεχωριστή. Ήλθε ύστερα από οχτώ μέρες ειδικά γι’ αυτόν. Και του σκόρπισε μονομιάς τη φυσική και δικαιολογημένη δυσπιστία του έδειξε, όταν οι συμμαθητές του του ανήγγειλαν ότι είχαν δει τον Κύριο.
Πηγή: Στα Ίχνη του Αρχιποίμενος, Εκδόσεις: Παρρησία.