Τελώνου & Φαρισαίου
Τελώνου & Φαρισαίου
Βασιλείου Μουστάκη
Διδάκτορος Θεολογίας
ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΙΟ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ παραβολές του Κυρίου μας περιέχεται στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της σημερινής Κυριακή, αγαπητοί αδελφοί. Η παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, είναι από τα πολύ γνωστά στον κάθε χριστιανό τμήματα της Αγίας Γραφής. Είναι, επίσης κι’ από εκείνα, που πάντοτε έχουμε ανάγκη μεγάλη να ακούμε και να προσέχουμε. Γιατί; Διότι η εξαίσια αυτή διήγησης του Ιησού ακτινοβολεί ένα δίδαγμα σπουδαίο, που λίγοι το έχουν κάμει ολότελα δικό τους, λίγοι το έχουν ενστερνιστεί πραγματικά.
Δυο άνθρωποι πήγαν στον πήγαν στο ναό του Σολομώντος για να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος. Ανήκε δηλαδή στην τάξη εκείνη, που διακρίνονταν για την προσήλωσή της στους τύπους της θρησκείας, αλλά είχε την καρδιά της απομακρυσμένη από τον Θεό και το άγιο θέλημα του. Οι άνθρωποι αυτοί παρουσιάζονταν εξωτερικά σαν ευσεβείς. Αλλά, στην πραγματικότητα, δεν αγαπούσαν ούτε το Θεό ούτε άλλους ανθρώπους. Αγαπούσαν μονάχα τον εαυτό τους. Έμοιαζαν, όπως είπε ο Κύριος σε άλλη περίσταση, με τάφους, που από έξω φαίνονται ωραίοι, ενώ μέσα είναι γεμάτοι δυσωδία.
Ο άλλος ήταν ένας Τελώνης. Αμαρτωλός κι’ αυτός, καθώς ο πρώτος. Η δουλειά του ήταν να εισπράττει τους ρωμαϊκούς φόρους. Ένα επάγγελμα διαβόητο για την αδικία και την καταπίεση, που ήταν τα κύρια γνωρίσματά του.
Ο Φαρισαίος, αφού στάθηκε «προς εαυτόν», δηλαδή φουσκώνοντας από καύχηση κι’ υπερηφάνεια, είπε τα εξής:
-Ο Θεός, ευχαριστώ σοι, ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, η και ούτος ο τελώνης· νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι.
Δεν θα μπορούσε να σταθεί, αγαπητοί αδελφοί, προσευχή πιο απορριπτέα για τον Θεό απ’ αυτή που ακούστηκε. Γιατί την εμπνέει η υψηλοφροσύνη, εκείνο το απαίσιο αίσθημα, που γκρέμισε και τον Εωσφόρο από τους ουρανούς, η αιτία κάθε αμαρτίας. Δεν θεωρεί τον εαυτό του σαν τους άλλους, ο Φαρισαίος. Αυτός είναι ο καλός, ο ευσεβής, ο αψεγάδιαστος. Κι’ οι άλλοι είναι οι ένοχοι, οι απόβλητοι, οι καταραμένοι.
Νομίζει, επειδή δεν έκλεψε, δεν παρέβη τον νόμο, δεν μοίχευσε, ότι είναι αναμάρτητος. Νομίζει, επειδή νήστευε δύο φορές την εβδομάδα κι’ όσα αποκτούσε πρόσφερε το δέκατο στον ναό, ότι είναι έμψυχο ταμείο αρετών. Δεν καταλάβαινε ο ταλαίπωρος, ότι με το να είναι η καρδιά του άδεια από αγάπη προς τους διπλανούς του, όλα εκείνα, για τα οποία καυχιόταν, ήταν ανώφελα, χωρίς καμιά αξία. Κι’ ότι, με την υπερηφάνεια του, είχε εξουδετερώσει και σβήσει κι’ αν είχε κάμει.
Ο Φαρισαίος, αγαπητοί αδελφοί, είναι παράδειγμα προς αποφυγήν, ένα από τα πιο φοβερά κατασκευάσματα του αρχιτεχνίτη της κακίας Διαβόλου.
Αλλά ας δούμε τώρα και πώς προσευχήθηκε το δεύτερο από τα πρόσωπα της παραβολής, ο Τελώνης.
Αυτός δεν προχώρησε μέσα στον ιερό χώρο του ναού, όπως έκανε ο πρώτος. Στάθηκε-μας λέει ο Κύριος-μακριά. Είχε τόση συναίσθηση της αναξιότητας του, καταλάβαινε τόσο βαθιά πόσο βρωμερός ήταν από αμαρτία, ώστε έμεινε εκεί στην άκρη από συστολή, από φόβο, από συντριβή. Αλλά κι’ αλλιώς έδειξε ότι ήξερε να φερθεί ο μακάριος. Δεν ήθελε ούτε τα μάτια του να σηκώσει προς τον ουρανό, απ’ όπου θα τον άκουε ο Θεός.
Και τι έκανε μονάχα;
Χτυπούσε τα στήθη του, δείχνοντας έτσι πόσο ένοιωθε την ενοχή του.
-Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ.
Δεν κοιτάζει, αυτός, όπως ο Φαρισαίος, τους άλλους. Τους κρύβει η αμαρτία του, που τόσο τον απασχολεί και θέλει να την απομακρύνει. Κι’ έτσι είναι μια επανάληψης ζωντανή των λόγων του ψαλμωδού: «Και η αμαρτία μου ενώπιον μου εστί δια παντός».
Δεν λέγει πολλά λόγια αυτός, όπως ο Φαρισαίος. Τονίζει μονάχα δύο απαραίτητα πράγματα: το έλεος του Θεού και τη δική του αμαρτωλότητα.
Ποια άλλη προσευχή, αγαπητοί αδελφοί, θα μπορούσε να σταθεί τόσο εισακουστεί απ’ αυτή που ακούστηκε; «Σε ποιόν άλλο πάνω θα ρίξω ρη ματιά μου-λέγει ο Θεός στη Γραφή-παρά στον ταπεινό;» Τι άλλο τραβά κι’ ελκύει την άνωθεν ευμένεια από το χαμηλό φρόνημα, από την ευλογημένη ταπείνωση;
Είναι αλήθεια πώς κανείς μας δεν θα ήθελε να μοιάσει του Φαρισαίου. Κανείς μας δεν μπορούσε να μιλήσει στο Θεό, όπως εκείνος. Αλλά τίθεται το ερώτημα: αν αποφεύγουμε την Φαρισαϊκή κενοδοξία και καύχηση, κατορθώνουμε άραγε να στεκόμαστε ακριβώς στη θέση του Τελώνου; Έχουμε ανάλογη μ’ εκείνον συναίσθηση της αμαρτωλότητας μας, ανάλογο με τον δικό φόβο Θεού, ανάλογη με τη δική συντρίβει;
Ας ρωτήσει ο καθένας τη συνείδηση του, αδελφοί μου. Κι’ ας αποκριθεί σ’ αυτό το ερώτημα.
Πηγή: Στα Ίχνη του Αρχιποίμενος, Εκδόσεις: Παρρησία.