Κυριακή των Βαΐων
Κυριακή των Βαΐων
Ἁγίου Εὐλογίου Ἀλεξανδρείας
Ἑορτάζουμε σήμερα οἱ πιστοὶ ἐπίσκεψι βασιλικὴ ἂς ὑποδεχθοῦμε τὸν Βασιλέα θεοπρεπῶς. Ἦλθε λοιπὸν ἡ ὥρα, ἂς μὴ κοιμώμεθα, ἂς ὑψώσωμε τὸν νοῦ πρὸς τὸν Θεόν, μὴ σβύσωμε τὸ πνεῦμα, ἂς ἀνάψωμε χαρμόσυνες λαμπάδες, ἂς ἀνανεώσωμε τὸν χιτώνα τῆς ψυχῆς, ἂς βαστάσωμε νικηφόρως τὰ βαΐα καὶ ἂς βοήσωμε μαζὶ μὲ τὸν ὄχλον, ἂς ὑμνήσωμε ὅπως τὰ παιδιά, μαζί τους: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».
Ἰδοὺ ὅτι ἦλθεν, ἰδοὺ ἐφανερώθη, ἰδοὺ ἔφθασε. Πάλιν εἰσέρχεται στὴν Ἱερουσαλήμ, πάλι σταυρὸς ἑτοιμάζεται, πάλι σχίζεται τὸ χειρόγραφό του Ἀδάμ, πάλιν ὁ Παράδεισος ἀνοίγεται, πάλι γίνεται ἔνοικός του ὁ ληστής, πάλιν ἡ ἐκκλησία χορεύει, πάλιν ἡ πονηρὰ Συναγωγὴ χηρεύει, πάλιν οἱ δαίμονες αἰσχύνονται, πάλιν οἱ Ἰουδαῖοι μαίνονται, πάλιν οἱ πιστοὶ διασώζονται.
Ὅλα συμμετέχουν στὴν ἑορτή, ὅλα ὑμνοῦν τὸν Δεσπότη, οἱ οὐρανοὶ εὐφραίνονται, τὰ ὅρη ἀγάλλονται. Ποταμοὶ κροτήσετε, προσέλθετε, βοήσετε, βλέποντας τοὺς λόγους τῶν Προφητῶν μας νὰ πραγματοποιοῦνται· τὰ ὅρη ἀλαλάξετε, νήπια ὑμνήσετε, μαθηταὶ κηρύξετε, ἱερεῖς λαλήσετε, ἔθνη συναχθῆτε· τὰ οὐράνια, τὰ ἐπίγεια, τὰ καταχθόνια, κάθε ἡλικία καὶ ἀξίωμα.
Διότι ἔρχεται ὅλους νὰ τοὺς εὐεργετήση· ἐφανερώθη γιὰ νὰ τοὺς ἐλεήση ὅλους, γιὰ νὰ χαρίση σὲ ὅλους τὴν ἀγαλλίασι. Ἐνῶ εἶναι Θεός, ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ «ἐπὶ τῆς γῆς ὄφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη»· μαζὶ μὲ τοὺς δούλους ὁ Δεσπότης, μὲ τοὺς χρεωφειλέτες ὁ πληρωτής, μὲ τοὺς ἀσώτους ἡ σωτηρία, μὲ τοὺς καταδίκους ὁ ἐλευθερωτής, μὲ τοὺς ἀπεγνωσμένους ἡ ἐλπίς, μὲ τοὺς κατακειμένους ἡ ἀνάστασις, μὲ τοὺς ἀγνώμονες ὁ ἐλεήμων, μὲ τοὺς δραπέτες ὁ δίκαιος, μὲ τοὺς ὑπευθύνους ὁ ἀνεύθυνος, μὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὁ ἀναμάρτητος, μὲ τοὺς ἀχαρίστους αὐτὸς ποὺ πάντα χαρίζει ἀφθόνως.
Εἶδες, ἀγαπητέ, τὸ μυστήριον τῆς ἑορτῆς; Εἶδες τὰ θαύματα τῆς σημερινῆς ἡμέρας; Χθὲς ἑώρταζεν ἡ Βηθανία, σήμερα ὅλη ἡ Ἐκκλησία ἀπήλαυσε τὴν θεϊκὴν παρουσία· χθὲς ἐχάρισε σὲ ἄλλον τὴν ζωή, σήμερα ἔρχεται ὁ ἴδιος πρὸς τὸν θάνατο· χθὲς ἀνέστη ὁ τετραήμερος, σήμερα παρουσιάζεται ὁ τριήμερος.
Τετραήμερον ἀνέστησε τὸν Λάζαρο, γιὰ νὰ προβεβαιώση τὴν κοινὴν ἀνάσταση τῆς φύσεώς μας, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τέσσερα στοιχεῖα. Ἀλλὰ ἐκεῖ μὲν ἡ Μάρθα «μεριμνᾶ καὶ τυρβάζει περὶ πολλά», συμβολίζοντας τὴν νομικὴ λατρεία· ἐνῶ ἐδῶ ἡ Μαρία παρακάθηται στὰ πόδια τοῦ Κυρίου, εἰκονίζοντας μὲ τὴν στοργὴ καὶ τὴν ἀφοσίωσή της σ’ αὐτὸν τὴν Ἐκκλησία.
Καὶ ἐκεῖ μὲν ἔξι ἡμέρες πρὶν τὸ Πάσχα χαρίζει στὶς δύο τὸν ἕναν ἀδελφό, τὸν τετραήμερο Λάζαρο μὲ τὶς πέντε αἰσθήσεις τοῦ σώματος, ἐπιτρέποντας στὰ δεσμά του νὰ λυθοῦν· τώρα ὅμως ἔρχεται νὰ δεσμευθῆ καὶ ἔρχεται ὄχι μὲ βάδισμα πομπῶδες οὔτε θορυβώντας οὔτε περιστοιχιζόμενος καὶ περιβαλλόμενος ἀοράτως ἀπὸ ἀγγελικὲς δυνάμεις καὶ ἐξουσίες, ὄχι καθήμενος σὲ θρόνον ὑψηλὸ καὶ ὑπερυψωνένο, ὄχι καλυπτόμενος ἀπὸ κάποιες πτέρυγες καὶ πυριμόρφους τροχοὺς καὶ πολυόμματα, ὄχι ἐντυπωσιάζοντας τοὺς πάντες μὲ σάλπιγγες καὶ σημεῖα καὶ τέρατα, ἀλλὰ κρυπτόμενος σὲ ἀνθρώπινη φύση.
Διότι ἡ παρουσία αὐτὴ εἶναι τῆς φιλανθρωπίας, ὄχι τῆς δικαιοκρισίας· τῆς συγκαταβάσεως, ὄχι τῆς τιμωρίας· ἐκδηλώνεται ἀνάλογα ὄχι μὲ τὴν δόξα τοῦ Πατρός, ἀλλὰ μὲ τὴν ταπείνωση τῆς μητρός.
Αὐτὴ τὴν παρουσία μᾶς διεκήρυξε ἀπὸ μακρυὰ ὁ θαυμάσιος Ζαχαρίας, καὶ συγκαλώντας τὴν κτίση πρὸς εὐφροσύνην ἀνέκραξε πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ διὰ μέσου αὐτῆς πρὸς τὴν Ἐκκλησία, λέγοντας «Χαῖρε σφόδρα θύγατερ Σιών»(Ζαχ. θ΄ 9).
Αὐτὸν τὸν λόγον ἀπηύθυνε καὶ ὁ Γαβριὴλ πρὸς τὴν Παρθένο· «Χαῖρε, Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ». Αὐτὸ ἀνέκραξε καὶ ὁ Σωτὴρ πρὸς τὶς γυναῖκες, ὅταν ἀνέστη ἐκ νεκρῶν· «Χαίρετε»· γιὰ νὰ μάθης ὅτι γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἤκουσε παλαιὰ ἡ Εὔα· «ἐν λύπαις τέξη τέκνα», ἐβόησε τώρα πρὸς τὶς γυναῖκες τὸ «Χαίρετε», καθὼς ἐκήρυξε καὶ ὁ Ζαχαρίας λέγοντας «Χαῖρε σφόδρα, Θύγατερ Σιών, κήρυττε Θύγατερ Ἱερουσαλήμ».
Ποῖο εἶναι τὸ κήρυγμα, εἰπὲ φανερά, ὢ Προφήτη, «ἐπ’ ὅρους ὑψηλοῦ ἀνάβηθι, ὁ εὐαγγελιζόμενος Σιών· ὕψωσον τὴν φωνήν σου». Τί ἔλεγες στὴν Σιών; «Ἰδοὺ ὁ Βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι». Πῶς; Εἶπες τὴν παρουσία, δὲν θὰ εἰπῆς καὶ τὸν τρόπο; Ἄραγε ἐπάνω σὲ ἅρματα καὶ ὀχήματα; Ἄραγε μὲ δυνάμεις καὶ στρατεύματα καὶ ἱππεῖς καὶ τὴν λοιπὴν ἐπίδειξη τῶν Βασιλέων; Ὄχι, λέγει, ἀλλὰ πῶς; «Ἐπιβεβηκώς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον νέον».
Τί λέγεις; Εἶναι δυνατὸν σὲ βασιλέα νὰ ἀνεβῆ σὲ πῶλο, νὰ χάση τὴν δόξα του καθήμενος ἐπάνω του; Ναί, λέγει. Διότι δὲν ἔρχεται μὲ τὴν ἰδίαν ὑπεροψία ποὺ ἔχουν οἱ ἄλλοι. Ἀλλὰ τί; Μὲ μορφὴν δούλου, ὡς νυμφίος, τόσον πράος καὶ ἥμερος ὡς ἀμνός· καὶ ὡσὰν σταγόνα ποὺ στάζει ἥσυχα σὲ σπόγγο, καὶ ὡσὰν πρόβατον ποὺ τὸ πηγαίνουν γιὰ σφαγήν, ὡσὰν ἀρνίον ἄκακο ποὺ ὁδηγεῖται νὰ θυσιασθῆ, ἔτσι ἔρχεται, φορώντας τὴν ἄλογο φύση τῶν ἀνθρώπων καὶ καθήμενος σὲ ζῶον ἄλογο, πρὸς παιδαγωγίαν τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύωνται, «καθαιρώντας δυνάστας ἀπὸ θρόνους καὶ ὑψώνοντας ταπεινούς, γεμίζοντας τοὺς πεινασμένους μὲ ἀγαθά, καὶ ἐξαποστέλλοντας τοὺς πλουσίους κενούς». Φέρει μαζί του κάποιους δώδεκα, καὶ αὐτοὺς ἀξιοθρήνητους, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν ὅπου πηγαίνει, καὶ δι’ αὐτῶν συγκαλεῖ τὰ ἔθνη.
Αὐτὸς εἶναι ὁ κλάδος ποὺ ἐβλάστησε ἀπὸ τὴν ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, τὸν ὁποῖο προϋπαντοῦν σήμερα τὰ τέκνα τῶν Ἑβραίων· τοῦ σείουν κλάδους ἐλαιῶν, ἐπειδὴ εἶναι ἐλεήμων· τὸν ἀνευφημοῦν μὲ βαΐα, ἐπειδὴ εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου καὶ λέγουν «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».
Τί λέγει δηλαδὴ ὁ εὐαγγελιστής; «Καὶ ἐγένετο ὅτε ἤγγισεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Βηθσφαγὴ καὶ εἰς Βηθανίαν, πρὸς τὸ ὅρος τὸ καλούμενον Ἐλαιῶν, ἀπέστειλε δύο τῶν μαθητῶν Αὐτοῦ, εἰπών. Ὑπάγετε εἰς τὴν κατέναντι κώμην, καὶ εἰσερχόμενοι ἐν αὐτὴ εὑρήσετε ὄνον καὶ πῶλον νέον, ἐφ’ οὗ οὐδεὶς ἀνθρώπων ἐκάθισε. Λύσαντες ἀγάγετέ μοι. Καὶ ἐὰν τις ὑμᾶς ἐρωτᾶ διατὶ λύετε; Ἐρεῖτε ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει». Αὐτοὶ τότε ἔκαναν πράξη τὸν λόγο τοῦ Λόγου, καὶ ὁδήγησαν πρὸς αὐτὸν τὸν ὄνον καὶ τόν πῶλον, ἐτοποθέτησαν ἐπάνω τὰ ἱμάτιά τους καὶ ἐκάθισεν ὁ Ἰησοῦς.
Ἡ ἀπέναντι κώμη εἶναι τύπος τοῦ παρόντος βίου. Διότι ἦταν ἀντίκρυ καὶ ὄχι κοντὰ στὸν Θεόν. Ὅταν λοιπὸν ἐπλησίασε σ’ αὐτὴν τὴν κώμη, ὅταν ἐσαρκώθη καὶ συνανεστράφη μαζί μας, τότε λοιπὸν ἀποστέλλει τοὺς δύο μαθητάς, δηλαδὴ τὶς δύο Διαθῆκες, γιὰ νὰ ὁδηγήσουν σ’ αὐτὸν τοὺς δύο λαούς, τὴν παλαιὰν γηρασμένη Συναγωγὴ καὶ τoν νέο καὶ ἀγύμναστον λαὸν τῶν Ἐθνῶν. Λέγοντας δὲ ἀπέναντι, ἐννοεῖ ὅτι ἔστειλε νὰ λύσουν ἀπὸ τὸ ἐπιτίμιο αὐτὸν ποὺ εἶχε ὁρισθῆ νὰ κατοικῆ ἀπέναντι ἀπὸ τὴν τρυφὴν τοῦ Παραδείσου καὶ νὰ τόν προσκαλέσουν. Βλέποντας λοιπὸν οἱ παλαιοὶ Προφῆται, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ ἱεροκήρυκες τὸν Ἀδὰμ νὰ ἀπολαμβάνη πάλι τὴν σωτηρία, προϋπαντοῦν ἱεροπρεπῶς αὐτὸν ὁ ὁποῖος ἐταπείνωσε τόν ἑαυτόν του, ἐρχόμενος ἀπὸ ὄρος ὑψηλὸν στὴν Σιών γιὰ τὸ ἑκούσιον Πάθος. Καὶ ψάλλουν ἐπευφημώντας τον μὲ τοὺς θεοπνεύστους λόγους των, ὡσὰν μὲ ἐμψύχους κλάδους ἐλαιῶν. «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Ὡσαννὰ ὁ ἐν τοῖς ὑψίστοις». Τί λέγεις; Τόν βλέπεις νὰ κάθηται σὲ ἕνα μικρὸν ἀξιολύπητον ὀνάριο καὶ κράζεις «Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις»; Βλέπεις μορφὴν δούλου καὶ τόν λέγεις Θεὸν Κύριον ἐν ὀνόματι Κυρίου»; Ναί, λέγει, κάθεται στὸν πῶλο, καὶ ἀπὸ τόν πατρικὸν κόλπο δὲν χωρίζεται. Ἐδῶ ἀπὸ παιδιὰ ὑμνεῖται, καὶ ἐπάνω ἀπὸ Σεραφὶμ θεολογεῖται. Εἰσέρχεται στὴν Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ δὲν ἐγκατέλειψε τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Καὶ συγχρόνως τόν βλέπει ὁ Ἰωάννης καὶ τόν προϋπαντᾶ βοώντας «Ἴδε ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Καὶ ἀλλοῦ: «Ἰδοὺ ὁ Θεὸς ἡμῶν. Ἰδοὺ αὐτὸς ἤξει καὶ σώσει ἡμᾶς».
Γι’ αὐτὸ ἀνοίχθησαν σήμερα ὀφθαλμοὶ τυφλῶν. Καὶ ὁ μὲν ἕνας Προφήτης βοᾶ στόν Κύριο στραμμένος πρὸς τὴν Ἀνατολήν. «Ἰδοὺ ἄνθρωπος, ἀνατολὴ ὄνομα αὐτῷ», ὁ δὲ ἄλλος πρός τὴν Δύση παρακινεῖ: «ὁδοποιήσατε τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ δυσμῶν. Κύριος ὄνομα αὐτῷ». Ὁ ἕνας λέγει «ἐγέρθητι, βορρᾶ», ὁ ἄλλος φωνάζει «ἔρχου, νότε». Ὁ δὲ Δαβὶδ συγκαλεῖ τὸ κήρυγμα περιεκτικώτατα καὶ σταυροφανώτατα «ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν καὶ βορρᾶ καὶ θαλάσσης». Ὁ Ἱερεμίας ἄδει σὰν νὰ δακτυλοδεικτῆ τὸν ἐρχόμενο πρὸς τὰ ἔθνη καὶ λέγει «οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν. Οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐτόν. Ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδὸν ἐπιστήμης. Μετὰ ταῦτα, ἰδοὺ ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη, καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη». Ὁ ἕνας λέγει πρὸς τὴν Ἱερουσαλὴμ «τέρπου καὶ εὐφραίνου, θύγατερ Σιών». Ὁ ἄλλος παροτρύνει τὰ παιδιά: «Αἰνεῖτε παῖδες Κύριον».
Καὶ τὰ παιδιὰ ἀποκρίνονται: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Ἀκούει ὅλα αὐτὰ ὁ ψαλμωδὸς καὶ βοᾶ πρὸς τὸν Κύριον: «Ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον». Καὶ ὁ Δεσπότης παρακινεῖ τοὺς λαούς: «Ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρὸς με». Καλῶς ἠκολούθησαν τοὺς λόγους τῆς Ἐλισάβετ τὰ παιδιά. Διότι ἐνῶ ἐκείνη εἶπε πρὸς τὴν Παρθένο καὶ Θεοτόκο «εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου», αὐτὰ λέγουν πρὸς τὸν Υἱὸν της «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, Θεὸς Κύριος».
Τί σημαίνει «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»; Ἐρχόμενος, ἀπὸ ποῦ; Ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἀπὸ τὴν Παρθένον. Ἐρχόμενος καὶ πορευόμενος. Ποῦ ἔρχεται; Στὸ Πάθος «ἐν ὀνόματι Κυρίου», τοῦ Πατρὸς βεβαίως, καθὼς καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἔλεγε: «Ἐγὼ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐξῆλθον καὶ πρὸς τὸν Πατέρα μου ὑπάγω». Εἶδες θεολόγο δόγμα ἀπὸ ἀπειρόλογα παιδιά; Τὰ παιδιὰ ἀνεγνώρισαν ἐκ φύσεως τὸν Δεσπότη τῆς κτίσεως, ἐνῶ οἱ πατέρες τοὺς ἀπεδείχθηκαν ἀχάριστοι. Αὐτὰ τὸν ὕμνησαν ὡς Θεόν, καὶ ἐκεῖνοι τὸν ἐσταύρωσαν ὡς ἐχθρόν. Αὐτὰ ψάλλουν ὡσαννά, ἐκεῖνοι κράζουν σταυρωθήτω. Ἡ νέα καὶ ἀδαὴς ἡλικία σωθήσεται, καὶ αὐτοὶ ποὺ παρουσιάζονται ὡς σοφοὶ σκοτίζονται. Τὰ παιδιὰ ἔστρωσαν στὸν δρόμο τὰ ἱμάτιά τους, οἱ πατέρες ἐπῆραν τὰ ἱμάτιά του καὶ τὰ διεμέρισαν. Αὐτὰ ἐκδύονται τοὺς χιτῶνες τους, προμηνύοντας τὴν γύμνωση τῆς Συναγωγῆς, συγχρόνως δὲ ὑποδεικνύοντας καὶ σ’ ἐμᾶς νὰ ἐκδυθοῦμε τὸν παλαιὸν ἄνθρωπο, καὶ νὰ ὑποταγοῦμε στὸν Χριστό.
Τὰ παιδιὰ ὑποδέχονται τὸν Χριστὸν μὲ τὰ βάϊα· οἱ πατέρες τοὺς ἔρχονται μὲ τὰ μαχαίρια. Αὐτὰ εὐλογοῦν, ἐκεῖνοι βλασφημούν” αὐτὰ ὡς πρόβατα ἐδέχθησαν τoν ποιμένα, ἐκεῖνοι ὡς λύκοι ἐσφαγίασαν τoν ἀμνό. Πόσο παράδοξο καὶ παρὰ τὴν φύση ἦταν πράγματι τὸ θέαμα, νὰ βλέπης νήπια τὰ ὁποία θηλάζουν γαλουχούμενα στὶς ἀγκάλες τῶν μητέρων, νὰ βαστοῦν μὲ τὸ ἕνα χέρι τoν μαστὸ τῆς μητρός τους καὶ μὲ τὸ ἄλλο νὰ σείουν τοὺς βλαστοὺς τῶν βαΐων πρὸς τoν Θεόν, ποὺ ἐγεννήθη ἀπὸ μητέρα· καὶ πίνοντας τὸ μητρικὸ γάλα νὰ ἐκστομίζουν δόγμα Δεσποτικόν, καὶ νὰ ἀναφωνοῦν ὡς πρῶτον λόγο καρπὸν χειλέων στoν Θεὸν Λόγο λέγοντας: «Ὡσαννὰ» ποὺ σημαίνει δόξα σοί, σῶσον ἠμᾶς ὁ ἐν τοῖς ὑψίστοις. Ποῖος σᾶς ἐκπαίδευσε παιδιά μου; Ποῖος σᾶς ἐσόφισε, ποῖος σᾶς ἐμυσταγώγησε πρὸ καιροῦ τoν λόγο τοῦ Λόγου;
Ἂς παρουσιασθῆ ἐνώπιόν μας ὁ ἀχάριστος Ἰουδαῖος. Ἂς ἔλθη καὶ ἡ μοιχαλὶς Συναγωγή. Εἰπέ μας, Ἰουδαῖε. Δὲν μᾶς ἐκήρυξαν ὅλοι οἱ Προφῆται ὅτι ἔρχεται; Ναί, λέγει, τὸ ἀμφιβαλλόμενον ὅμως εἶναι αὐτό, ἦλθε ἢ ὄχι ἀκόμη; Ἀκόμη δὲν ἦλθε, λέγει. Καλῶς.
Ἂς ἰδοῦμε, λοιπόν, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐρχομένου, καὶ τότε θὰ μάθωμε ἐὰν ἦλθε ἢ ὄχι. Θεὸν λέγεις τόν ἐρχόμενον ἢ κοινὸν ἄνθρωπον; Ἄνθρωπο, λέγει, σὰν τὸν Δαυϊδ, ἢ αὐτὸν τὸν ἴδιο τόν Δαυϊδ. Σὰν τὸν Δαυϊδ! Ὢ σοφιστὰ τῆς κακίας! Ὢ ἀσύνετε στὴν καρδία! Πῶς λοιπὸν ὁ ἴδιος ὁ Δαυὶδ τόν ἀποκαλεῖ Κύριον καὶ ἐρχόμενον ἀπὸ τόν Κύριον, ὅπως μόλις ἤκουσες τὰ τέκνα σου νὰ ἀνυμνοῦν «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν».
Καὶ πάλιν «εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῷ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου». Καὶ πάλιν «ἐβασίλευσεν ὁ Θεὸς ἐπὶ τὰ ἔθνη», καὶ «εἴπατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὅτι Κύριος ἐβασίλευσεν». Ποῖος δὲ εἶναι αὐτὸς ὁ βασιλεύς; Ἄκου τόν Ἠσαΐα, ποὺ ἀναφερόμενος σὲ σᾶς, λέγει: «καὶ θελήσουσιν οἱ λαοὶ εἰ ἐγεννήθησαν πυρίκαυστοι» (ὅλοι οἱ κακῶς συναγμένοι θησαυροὶ δηλαδή).
Γιατί, ὢ Προφήτη; «Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὐ ἡ ἀρχὴ ἐγεννήθη ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Τί λέγεις τώρα, Ἰουδαῖε; Ἰδοὺ ὅτι οἱ Προφῆτες σαφῶς ἐκήρυξαν Θεὸν τὸν Ἐρχόμενον. Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μᾶς σώση ἄνθρωπος. Διότι ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ ἀποθάνη πρὸς χάριν μας ὁ Μωυσῆς ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, πῶς θὰ μᾶς ἔσωζε, ἀφοῦ θὰ εὑρίσκετο καὶ αὐτὸς ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας; Γι’ αὐτὸ εἴχαμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν σάρκωση τοῦ ἀναμαρτήτου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ κατεδέχετο νὰ ἀποθάνη κατὰ τὴν σάρκα.
Γι’ αὐτὸ σαρκώνεται ὁ ἄσαρκος, ὥστε αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τὸ ὑποστῆ μὲ τὴν θεότητα νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ τὸ ὑποστῆ μὲ τὴν ἀνθρωπότητα. Πάσχει καὶ δὲν πάσχει. Τὸ πρῶτο μὴ τὸ καταλογίσης στὸν Λόγο, στὸ δεύτερο μὴ χωρίζης τὴν σάρκα ἀπὸ τόν Λόγο. Διότι δὲν χωρίζω, ἀλλὰ ἀναγνωρίζω τὸ ἰδίωμα τῆς κάθε οὐσίας. Λέγω ὅτι ὁ Λόγος συνυπάρχει μαζὶ μὲ τὴν σάρκα, ὅμως δὲν συμπάσχει μ’ αὐτήν.
Συσταυρώνεται ἀλλὰ χωρὶς νὰ προσηλωθῆ στόν σταυρὸν ἡ ἰδικὴ του φύσις. Συνθάπτεται, ἀλλὰ δὲν συνθανατώνεται. Συγκλείεται μὲ τὸ νεκρὸν σῶμα στόν τάφο, ἀλλὰ δὲν περιορίζεται ἐκεῖ μαζί του. Ἡ ψυχὴ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ ὁ Λόγος δὲν ἀπομακρύνεται οὔτε ἀπὸ τὸ ἕνα οὔτε ἀπὸ τὸ ἄλλο.
Γι’ αὐτὸ ἐλαφυραγωγήθη ὁ Ἅδης, ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ κατῆλθε ἐκεῖ ἡνωμένη μὲ τὴν θεότητα. Διότι ἐπορεύθη ἐκεῖ κάτω καὶ ἐκήρυξε στὰ πνεύματα ποὺ εὑρίσκοντο στόν Ἅδη. Τὸ δὲ ἡνωμένο μὲ τὴν θεότητα σῶμα, στὸν τάφο δὲν ὑπέστη οὐδεμίαν ἀποσύνθεση. Διότι ὁ Λόγος ἔμεινε σὲ ὅλες τὶς φάσεις ἀχώριστος ἀπὸ τὴν σάρκα του. Δὲν τὴν ἄφησε οὔτε γιὰ λίγο μόνη της, ἄθεον, σὰν νὰ ἀνῆκε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἰδικὰ μας σώματα.
Ὅμως ἂν καὶ ἐσώθη μὲ τὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου ἡ λογική μας φύσις, ὅμως δὲν ἐξισώθη μὲ αὐτήν. Διότι πῶς νὰ ἐξισωθῆ τὸ πρόσφατο μὲ τὸ προαιώνιο; Ἢ πῶς θὰ ἐξομοιωθῆ τὸ ἄναρχο μὲ τὸ ἔναρχο; Γι’ αὐτὸ καὶ τόν βλέπεις σήμερα ἐπάνω στὸν πῶλο σὰν ἄνθρωπο. Διότι ἦταν διπλός.
Γι’ αὐτὸ καὶ ηὐξήθη καὶ ἐθήλασε καὶ ἐδάκρυσε καὶ ἀγωνίασε σύμφωνα μὲ τόν νόμο τῆς ἰδικῆς μας φύσεως. Διότι ὁ Θεὸς Λόγος, ὅταν ἐσαρκώθη, δὲν ἠρνήθη τὰ ἀδιάβλητα πάθη τῆς φύσεώς μας, ἐπειδὴ θὰ ἔπρεπε τότε πρὶν ἀπὸ αὐτὰ νὰ ἀρνηθῆ τὴν ἴδια τὴν φύση μας. Δὲν κοιμᾶται στὸ πλοῖο ὁ Θεὸς Λόγος «οὐ νυστάξει, οὐδὲ ὑπνώσει ὁ φυλάσσων τὸν Ἰσραήλ»· κοιμᾶται ὅμως ἡ σάρκα ἡ ἰδική μας, τὴν ὁποίαν ἐνεδύθη ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ.
Δὲν θὰ πεινάση, δὲν θὰ κοπιάση ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν ἡ θεία φύσις, ὅπως λέει ὁ Ἠσαΐας: «Ὁ Θεὸς ὁ μέγας καὶ ἰσχυρὸς οὐ πεινάσει οὐδὲ κοπιάσει». Πῶς λοιπὸν πεινᾶ; Κατὰ τὴν σάρκα ποὺ ἔλαβε ἀπὸ ἐμᾶς. Πῶς πάσχει; Κατὰ τὴν σάρκα. Πῶς δακρύζει; Κατὰ τὴν σάρκα. Πῶς ἐθανατώθη; Κατὰ τὴν σάρκα, ἐνῶ κατὰ τὸ πνεῦμα εἶναι ὅλος ζωή. Πῶς σαλεύει τὴν γῆ; Μὲ τὴν θεότητα, ὡς πρὸς τὴν ὁποίαν εἶναι ἡνωμένος μὲ τὸν Πατέρα. Πῶς κυριεύει τὸν Ἅδη; Μὲ τὴν θεότητα, ὄχι ἁπλῶς μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύση του. Πῶς λέγει «Ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμέν»; Ὡς πρὸς τὴν ἄνω προαιώνιο γέννηση. Πῶς «Ὁ Πατήρ μου μείζων μου ἐστίν»; Ὡς πρὸς τὴν κάτω γέννηση ἀπὸ τὴν Παρθένο. Πῶς «ὁ ἑωρακώς ἑώρακε τὸν Πατέρα»;
Ὡς πρὸς τὴν ἄκτιστο φύση τοῦ Λόγου. Πῶς οὐ δύναμαι ἀπ’ ἐμαυτοῦ ποιεῖν οὐδέν»; Τί λοιπόν, εἶναι ἀδύναμος ὁ Λόγος σχετικὰ μὲ τὸν Πατέρα; Μακρυὰ αὐτὴ ἀρειανικὴ φρενοβλάβεια! Ποῖο εἶναι αὐτὸ ποῦ λέγει «Δόξασόν με πάτερ»; Τὸ σῶμα τοῦ Λόγου.
Ποῖος λέγει «Ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί»; Ὁ Λόγος ποὺ εὑρίσκεται μέσα στὸ σῶμα. Πῶς «Πατέρα μου καὶ Πατέρα ὑμῶν»; Ὁ Πατὴρ δὲν εἶναι τοῦ σώματος Πατὴρ ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου, ποὺ γεννᾶται ἀπὸ αὐτόν. «Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν», Θεὸς ὄχι τοῦ Λόγου (πῶς θὰ εἶναι Θεὸς τοῦ ἴσου μὲ αὐτὸν Θεοῦ;) ἀλλὰ Θεὸς τῆς μορφῆς τοῦ δούλου ποὺ ἠνώθη μὲ τὸν Λόγο. «Πρὸ τοῦ Ἀβραὰμ γενέσθαι, ἐγὼ εἰμί», ὁ Θεὸς Λόγος ποὺ εἶναι μέσα στὴν σάρκα. «Κύριος εἶπε πρὸς με. Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε» ὡς πρὸς τὴν πρόσφατο σάρκωση τοῦ Λόγου. Διότι δὲν ἦταν ἄλλος ἐκεῖνος ποὺ ἐγεννήθη ἀπὸ τὸν Πατέρα πρὶν τὸν Ἑωσφόρο καὶ ἄλλος αὐτὸς ποὺ ἐγεννήθη ἀπὸ μητέρα στὴν Βηθλεέμ.
Ἐὰν αὐτὰ παραφρονῆ ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς, ὁ Παῦλος ὅμως ὁ Ταρσεὺς ἄλλα νουθετεῖ. Ἀλλὰ ὅταν μὲν θέλη νὰ φανερώση τὴν μορφὴν τοῦ Θεοῦ, ποὺ κρύπτεται μέσα στὴν μορφὴν τοῦ δούλου βοᾶ: «Ὃς ὤν ἀπαύγασμα τῆς δόξης». Ὅταν δὲ πάλι φανερώνη τὴν διαφορὰ τῆς σαρκὸς ἡ ὁποία ἑνώθη μὲ τὸν Λόγο, λέγει: «Ὁ δὲ Θεὸς καὶ τόν Κύριον ἤγειρεν», γιὰ νὰ ἀποδείξη ἔτσι ὁ Ἀπόστολος τὴν διάκριση τῶν δύο φύσεων ποὺ ὑπάρχουν στὴ μία ὑπόσταση, καὶ νὰ καταβάλη τὸν Μάνη τὸν φαντασιομάχο καὶ τόν Παῦλο τὸν ἀνθρωπολάτρη.
Σὺ δὲ τί λέγεις; Τί νομοθετεῖς;, νέε Μανιχαῖε καὶ καθαρὲ ὑπέρμαχε τῆς μανίας ἐκείνου; Δὲν συμβιβάζεσαι νὰ ὀνομάσης τὴν σάρκα φύση; Ἀλλὰ δειλιᾶς ἐκεῖ ὅπου δὲν ἁρμόζει ὁ φόβος, οὔτε σέβεσαι τόν Δεσπότην ὁ ὁποῖος λέγει στὸν καιρὸν τοῦ Πάθους: «Τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής». Ἐὰν εἶναι πρόθυμος, πῶς εἶναι συγχρόνως ἀσθενής; Ποία φύσις τοῦ Χριστοῦ, ποία σάρκα εἶναι ἀσθενής; Βεβαίως τοῦ Ἀδάμ, ποὺ ἔχει ἀσθενήσει. Καὶ πῶς προσεύχεται γονατιστός; Ἄραγε ὁ Λόγος προσεύχεται;
Καὶ πῶς παρακαλεῖ τόν Θεόν, ἀφοῦ εἶναι Θεός; Ἐὰν λοιπὸν εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα, ὅπως καὶ εἶναι, δὲν προσεύχεται ὡς πρὸς τὴν Θεότητα, ἀλλὰ ὡς ἄνθρωπος. Ἐπειδὴ πῶς λέγει: «Ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν»; Ἐκεῖνος πού ἔχει ἐξουσία πῶς χρειάζεται βοήθεια ἀπὸ ἀλλοῦ; Αὐτὸς ποὺ λέγει «Λύσατε τoν ναὸν τοῦτον (δηλαδὴ τὴν σάρκα του) καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν», πῶς, ὢ θεομάχε, ἐνῶ ἐγείρει τoν ναόν του, διαλύεται μαζὶ μὲ τὸ ναό; Διότι ἐὰν ὁ ἴδιος διαλύεται, τότε βεβαίως δὲν ἠμπορεῖ νὰ τόν ἀναστήση κανείς.
Καὶ σὺ μὲν φοβεῖσαι, ὅπως λέγεις, μήπως ἀκούοντας σῶμα ποὺ πάσχει, προσκυνήσεις κοινὸν κτίσμα. Ἐγὼ ὅμως ἐκεῖνο τρέμω, μήπως λέγοντας ὅτι ἡ Θεότης ἔπαθε καὶ ἀπέθανε, ἀτιμάσω ὅλο τὸ μυστήριον τῆς Τριάδος.
Διότι ἐὰν μὲν ἔπαθε ὁ Λόγος, ἡ δὲ φύσις τοῦ Πατρὸς εἶναι ἀπαθής, τότε βεβαίως ἄλλη ἦταν ἡ οὐσία Τοῦ Λόγου καὶ ἄλλη ἡ τοῦ Πατρός. Καὶ γιατί λοιπὸν νὰ μαχώμεθα γι’ αὐτὸ μὲ τοὺς Ἀρειανούς; Ἐὰν μία εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Λόγου καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ δὲ Λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦταν μέσα στὴν σάρκα ἔπαθε, ἄρα ἡ οὐσία καὶ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι παθητή καὶ θνητή. Διότι ἐὰν συνέπασχε ὁ Λόγος μὲ τὴν σάρκα, τότε βεβαίως ἀπέθανε καὶ μαζί της, καὶ ἐὰν εἶναι ἔτσι, πῶς ἐλαφυραγώγησε τόν Ἅδη; Πῶς ἀνέστησε τοὺς νεκρούς; Θὰ εὑρεθῆ ἄρα καὶ χωρισμένος ἀπὸ τόν ζῶντα Πατέρα, ἀφοῦ ἀπέθανε.
Ἐὰν ὅμως συμβαίνη αὐτό, δὲν ἦταν λοιπὸν Τριὰς στὸν οὐρανὸ στὸν καιρὸ τοῦ Πάθους, ἀλλὰ δυάς, ἡ ὁποία ἀνέμενε τὸν Λόγο νὰ ἀναστηθῆ ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ νὰ ἀνέλθη στὸν οὐρανό. Ώ, τί ἀθέμιτος τόλμη! Ποῖος ὄφις ἐξηπάτησε τοὺς θεομάχους νὰ ἀποκαλέσουν παθητὸν τὸν ἀπαθῆ, καὶ νὰ κάνουν τὸν κτίστην ἀσθενέστερον ἀπὸ τὰ κτίσματα!
Δὲν ἐντρέπεσαι, αἱρετικέ, τὸν ἥλιο ποὺ εὑρίσκεται στὸ δένδρο, καὶ ἐνῶ τὸ δένδρο κόπτεται, δὲν χωρίζεται οὔτε κόπτεται μαζί του ὁ ἥλιος, τῆς δικαιοσύνης ἐννοῶ, γινόμενος ἔτσι παθητὸς ὅπως ἦταν τὸ σῶμα του; Οὔτε εἶδες, ὢ κακοῦργε, κανένα φονέα ἢ κακοῦργο νὰ στερῆται τὴν κεφαλὴν ἢ τὰ χέρια του, τὴν δὲ ἀθάνατο ψυχή του νὰ μὴ συναποθαίνη μὲ τὸ σῶμα του; Ἔλαβαν ἔπειτα αὐτοὶ καίρια πληγὴν ἀπὸ τὸν Λόγο καὶ ἔπεσε ὁ θεομάχος.
Ἀνέπνευσε πάλιν ὁ χριστομάχος, πάλιν ἀδιαντροπεῖ ὁ Ἰουδαῖος. Τί λέγει; Κοίτα, λέγει, δὲν ἐφονεύσαμε Θεὸν ἀλλὰ ἄνθρωπο. Πρὸς αὐτὸν εἶναι καλὸ νὰ εἰποῦμε ἀπότομα: «Σιώπα, πεφίμωσο», κλεῖσε πλέον τὸ στόμα σου. Ἔστω, ἠθέτησες τὸν νόμο, ἔστω, ἐφόνευσες τοὺς Προφῆτες, δὲν κοκκινίζεις ἐνώπιόν τοῦ Δαυίδ, ὁ ὁποῖος λέγει γιὰ τὸν Χριστὸν «Ἐκ γαστρὸς πρὸ Ἑωσφόρου ἐγέννησέ με» ἐπάνω ὁ Πατήρ; Καὶ πάλι «Κύριος εἶπε πρὸς μέ, Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε». Δύο γεννήσεις ἔχει ὁ ἕνας καὶ μόνος Χριστός” μίαν ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἄχρονο, καὶ ἄλλην ἀπὸ τὴν μητέρα, ἄσπορο.
Ὅταν λοιπὸν λέγη: «Τὸν νῶτον μου δέδωκα εἰς μάστιγας, τὰς δὲ σιαγόνας μου εἰς ραπίσματα», τὰ μέλη αὐτὰ τοῦ σώματος τὰ ἔλαβε ἀπὸ τὴν Μαρίαν, ἡ ὁποία ἀνῆκε στὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα. Καὶ αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ ὁποῑα ἔλαβε ἀπὸ τὸν Ἰούδα, αὐτὰ τὰ ἔδωσε στοὺς Ἰουδαίους νὰ τὰ ραπίζουν καὶ νὰ τὰ μαστιγώνουν. Ἐκεῖνα ὅμως ποὺ ἔχει ὡς Θεὸς κατὰ φύση, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ ἰδῆ ἄνθρωπος καὶ νὰ ζήση. Ἀλλὰ ὁ Ἰουδαῖος δὲν σταματᾶ: πῶς λοιπὸν λέγει ὁ Προφήτης γι’ αὐτὸν ποὺ ἐσταυρώθη: «Καὶ εἴδομεν αὐτὸν καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος (μορφὴ δηλαδὴ) οὐδὲ κάλλος».
Βλέπεις ὅμως ἀχάριστε, ὅτι γι’ αὐτὸν ἔχει γραφή: «Ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων». Καὶ ἐὰν λέγης ποῖος Θεὸς ἠμπορεῖ νὰ εἶναι πρόσφατος; Ἐγὼ θὰ σοῦ εἰπῶ: ποίου ἀνθρώπου τὸ ὄνομα ὑπάρχει πρὸ τοῦ ἡλίου καὶ πολὺ πρὸ τῆς σελήνης; Καὶ «καταβήσεται ὡς ὑετὸς (βροχὴ δηλαδὴ) ἐπὶ πόκον (τούφα μαλλιοῦ δηλαδὴ) καὶ ὡς ἡ σταγὼν ἡ στάζουσα ἐπὶ τῆς γῆς»; Πάλιν ὅμως ἴσως εἰπῆς: ποῖος Θεὸς πωλεῖται γιὰ τριάκοντα ἀργύρια;
Καὶ ἐγὼ θὰ σοὺ ἀπαντήσω. Ποίου ἀνθρώπου αἷμα ἐξηγόρασε ὅλον τὸν κόσμο καὶ τόν ἠγίασε; Ἐὰν πάλι σκανδαλίζεσαι ποὺ τόν βλέπεις σήμερα νὰ κάθηται ἐπάνω σὲ ὄνον, ἀλλὰ πῶς δὲν λέγεις ἐκεῖνο ποὺ ἔμαθαν τὰ παιδιὰ χωρὶς νὰ τὸ διδαχθοῦν, καὶ ἐκραύγαζαν «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»;
Καὶ ὅτι εἶναι Κύριος καὶ Θεὸς αὐτὸς ποὺ κάθεται στὸν πῶλον ὡς ἄνθρωπος, ἂς ἔλθη ἐδῶ ὁ ἰδικός σου ἀλλὰ ὄχι ἰδικός σου Δαυίδ, ὁ ὁποῖος ὁμιλώντας μὲ τὰ τέκνα σου ἂς μᾶς εἰπῆ ποῖος εἶναι αὐτὸς ποὺ θεολογεῖ τόν ἀνυμνούμενον τώρα ἀπὸ αὐτά, καὶ στέκει κατὰ κάποιον τρόπον ἀπέναντι ἀπὸ τόν πῶλο λέγοντας: «Κύριε, ὁ Κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστὸν τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τὴ γῆ! Ὅτι ἐπήρθη ἡ μεγαλοπρέπειά σου ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν! Ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον, ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν σου, τοῦ καταλῦσαι ἐχθρὸν καὶ ἐκδικητήν», τόν διάβολο δηλαδή. Σὺ ποὺ εἶσαι ἐπάνω στὸν πῶλο, εἶσαι Θεὸς ἀληθινός. «Καὶ ὀψόμεθα τοὺς οὐρανούς, ἔργα τῶν δακτύλων σου». Σὺ ποὺ εἶσαι ἐπάνω στόν πῶλο ἐθεμελίωσες τὴν σελήνη καὶ τοὺς ἀστέρας, σὺ ἐλάττωσες τoν ἄνθρωπο «βραχὺ τί παρ’ ἀγγέλους», καὶ φορώντας τoν ἄνθρωπο τόν ὕψωσες ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴν καὶ ἐξουσία, καὶ «δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν».
Σὺ μὲν φαίνεσαι ἐπάνω στὸν πῶλο, ἀλλὰ «ὁ Θρόνος σου, ὁ Θεὸς εἰς τoν αἰώνα τοῦ αἰῶνος, καὶ ράβδος εὐθύτητος ἡ ράβδος τῆς βασιλείας σου, ἠγάπησας δικαιοσύνην καὶ ἐμίσησας ἀνομίαν. Δία τοῦτο ἔχρισέ σε ὁ Θεὸς ὁ Θεός σου», διότι ἔλαβες μορφὴν δούλου. Σὲ ἔχρισε ὄχι μὲ χρίσμα ἐλαίου, ἀλλὰ μὲ Πνεῦμα Ἄγιον. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ ἔλαιον τῆς ἀγαλλιάσεως.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε ἡ Παρθένος μητέρα σου: «ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμα μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτήρι μου», ὅταν τὴν ἐπεσκίασε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Σὺ δὲ ὁ πιστὸς ἀκροατής, πρόσεχε, παρακαλῶ, πῶς ἡ Παναγία Παρθένος ἀπεκάλεσε τὸν Υἱὸν της Θεόν. Ναί, λέγει, «Θεός μου», κατὰ τὴν θεϊκήν του οὐσία. «Υἱός μου», κατὰ τὴν οὐσία ποὺ ἔλαβε ἀπὸ ἐμένα. Διότι δὲν ἔφερα στὸν κόσμο κοινὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ Θεὸν σαρκωμένον.
Καὶ μάρτυς ἀξιόπιστος εἶναι ἡ σφραγὶς τῆς παρθενίας μου. Μὴν ὑποτιμήσης, ἄνθρωπε, τὸ περίβλημα ποὺ ἔλαβε ἀπὸ ἐμένα ὁ Θεός, γιὰ νὰ μὴν ὑβρίσης ἔτσι αὐτὸν ποὺ τὸ περιεβλήθη. Μὴν ὑβρίσης τὴν σκηνή, διότι ὄντως χωρὶς ἀνθρώπινο χέρι ἐρράφη γι’ αὐτὸν ποὺ ἐσκήνωσε μέσα. Μὴ χωρίσης τὸ φῶς ἀπὸ τὴν σαρκικήν μου λαμπάδα, γιὰ νὰ μὴ σβύσης κακῶς τὸν Ἥλιο ποὺ ἔλαμψε στὸν κόσμο, καὶ χωρὶς μεσολάβηση ἀνθρώπου ἔγινε ἄνθρωπος. Διότι δὲν ἐγνώρισα ἄνθρωπον, ἀλλὰ εἶδα τὸν Θεὸν νὰ γίνεται μέσα μου ἄνθρωπος.
Ἔχεις, ὢ πιστότατον καὶ ἱερώτατον ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ, τὰ ἐγκώμια τῆς ἑορτῆς. Σκίρτησε. Ἔχεις τὰ θεῖα καὶ ἀμώμητα διδάγματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπόλαυσέ τα. Ἔχεις τὰ ὄπλα τὰ πνευματικά. Πολέμησε ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου κατὰ τῶν λύκων, μάθε τους νὰ μὴ βλασφημοῦν. Δίδαξε τὸν ἀγώνα ὑπὲρ τῆς ἀληθείας.
Ἀπόδειξε ὅτι ὁ ἀγρὸς τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἰδικῆς μας καὶ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καθαρὸς ἀπὸ ὅλα τὰ ζιζάνια. Ἐὰν μὲν εἶσαι σὰν κάποιος Λάζαρος ἁλυσοδεμένος μὲ πταίσματα ἢ ἐνάντια δόγματα, ἄκου σήμερα τὸν Λόγο πού σοῦ φωνάζει: «Δεῦρο ἔξω», καὶ σὲ προστάζει νὰ λυθῆς καὶ νὰ ἀναστηθῆς. Ἐὰν δὲ εἶσαι κάποιος μαθητής, καὶ κατάλληλος πρὸς διδασκαλία, δέξου νὰ ἀποσταλῆς, νὰ λύσης καὶ νὰ ὁδηγήσης στὸν Χριστὸν πῶλο καὶ πώλους, καὶ πολλοὺς δεμένους στὴν πλάνη καὶ εὑρισκομένους στὴν ἀντίθετο πίστη, στὴν ἀντικρινὴ κώμη.
Καὶ ἂν κάποιοι ἀντιλέγουν καὶ δοκιμάζουν κακῶς νὰ ἐμποδίσουν τὴν λύση τῶν ἐκεῖ ἀκινητοποιημένων, λέγοντας: «Τί λύεις τὸν πῶλον», εἰπὲ καὶ σὺ ὅτι «ὁ Κύριος αὐτῶν χρείαν ἔχει». Διότι «Κύριος λύει πεπεδημένους, Κύριος σοφοῖ τυφλούς», ὅπως ἤκουσες στὸ Εὐαγγέλιο. Ἐπειδὴ ἀνεγνώρισαν ὅτι ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ἐπεσκέφθη τὴν γῆ, πολὺ φυσικὰ ἐκραύγασαν πρὸς αὐτὸν «ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, υἱὲ Δαυϊδ».
Τί καινοφανῆ καὶ παράδοξα θαύματα! Οἱ τυφλοὶ ἀναβλέπουν, καὶ οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ βλέπουν, τυφλώνονται. Αὐτοὶ τὸν ὁμολογοῦν Κύριον, καὶ ἐκεῖνοι ἐρωτοῦν: «Τὶς ἔστιν οὗτος;». Δὲς τί λέγει ὁ Εὐαγγελιστής: «οἱ δὲ ὄχλοι οἱ προάγοντες καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζον Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Καὶ εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς Ἱερουσαλήμ, ἐσείσθη πάσα ἡ πόλις, λέγουσα. Τὶς ἔστιν οὗτος;» Εἶδες τὸ παράδοξον μυστήριο τοῦ Βασιλέως; Κάθεται σὲ πῶλο καὶ σείει τὴν πόλη, καὶ καθηλωμένος στὸν Σταυρὸν σείει τὴν οἰκουμένη. Γιὰ νὰ μάθης ὅτι ἦλθε γιὰ νὰ σείση καὶ νὰ καταλύση τὴν πολύθεο πλάνη τῶν εἰδώλων.
Κοίτα, παρακαλῶ, ἄγνωστες πτυχὲς τοῦ μυστηρίου τῆς οἰκονομίας του. Καθὼς ἔσειε στὸν Ἅδη τὸ ἐκεῖ δεσμωτήριο, καὶ οἱ ἄνω δυνάμεις ἔκραζαν πρὸς τὶς κάτω δυνάμεις «Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν», γιὰ νὰ εἰσέλθη αὐτὸς πού λέγει «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα», ἔκπληκτες οἱ ἐνάντιες δυνάμεις ἀντέλεγαν: «Τὶς ἔστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης»; Στὴν ἐπίγειο Ἱερουσαλὴμ πάλι παραξενεύονται καὶ ζητοῦν νὰ μάθουν «τὶς ἔστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;».
Ὅταν δὲ ἀνέρχεται πρὸς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, βλέποντας αὐτὸν μὲ τὸ σῶμα οἱ νοερὲς δυνάμεις, οἱ ὁποῖες οὐδέποτε τὸν εἶχαν ἰδεῖ, ἀφοῦ ἦταν ἀσώματος, θαυμάζοντας τὴν καινοφανῆ αὐτὴν ἄνοδον, ἀποροῦσαν λέγοντας μεταξύ τους «Τὶς ἔστιν οὗτος ὁ παραγενόμενος», ἐνσώματος στοὺς ἀσωμάτους χώρους;
Εἶναι δὲ ἄξιον θαυμασμοῦ, πῶς οἱ βασιλικὲς δυνάμεις ζητοῦν νὰ μάθουν «τὶς ἔστιν ὁ παραγενόμενος», αὐτὲς οἱ ὁποῖες στὴν κάτω γέννησή του ἐβόησαν καὶ ὕμνησαν συγχρόνως: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Σ’ αὐτὲς ἐμαθήτευσαν σήμερα τόσο καλῶς οἱ θεολόγοι τῶν ἑβραίων, δηλαδὴ τὰ τέκνα τους, λέγοντας: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις».
Διότι ἔτσι τὸ λέγει ὁ Λουκᾶς. Καὶ ἠμποροῦσες νὰ ἰδῆς στὴν Σιών ὡσὰν νὰ συνομιλοῦν καὶ νὰ ἀσπάζονται μεταξύ τους τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια. Οἱ ἐπάνω λέγουν «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη». Οἱ κάτω ἀποκρίνονται «εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις». Οἱ ἄγγελοι εἶπαν τὸ «Ἐπὶ γῆς εἰρήνη», οἱ ἄνθρωποι ἐκραύγασαν «εἰρήνη ἐν οὐρανῷ».
Ἐπειδὴ ἐφανερώθη μεταξύ τους αὐτὸς ποὺ βοᾶ πρὸς ὅλους: «Εἰρήνη ὑμῖν», περὶ τοῦ ὁποίου ὁ Προφήτης προσηύχετο λέγοντας «Κύριε, ὁ Θεὸς ἠμῶν, εἰρήνην δὸς ἡμῖν», δηλαδὴ ἀπόστειλε τὸν Υἱόν σου τὸν μονογενῆ γιὰ νὰ συμφιλιωθῆς δι’ αὐτοῦ μὲ ἐμᾶς, ἀφοῦ θὰ βλέπης τὴν ἰδικὴν μας φύσιν ἡνωμένην μαζί σου δι’ αὐτοῦ. Αὐτὴν τὴν εἰρήνην βλέποντας οἱ χοροὶ τῶν ἀγγέλων ἔψαλλαν «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη», δηλαδὴ τελεία συμφιλίωσις τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἐχθρούς, τὴν ὁποία μαθαίνοντας καὶ τὰ παιδιὰ ἐκραύγαζαν «Ὡσαννά, εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις». Διότι αὐτοὶ ποὺ ἤσαν κάποτε ἐχθροὶ μεταξύ τους, ἀδελφώθησαν.
Τώρα προσφέρουν μίαν θεολογία τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, στὸν οὐράνιον καὶ ἐπίγειον Χριστόν, καὶ μίαν προσκύνηση. Ὅθεν οἱ ἐπάνω παρακινοῦν τοὺς κάτω νὰ προσφέρουν θεολογία: «Προσκυνησάτωσαν αὐτῷ πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν», καὶ οἱ κάτω ἀντιφωνοῦν πρὸς αὐτοὺς «προσκυνησάτωσαν αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ». Ὁ Δαυὶδ βοᾶ καὶ πρὸς τοὺς δύο: «Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί, καὶ ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ», καὶ τὰ παιδιὰ ἀποκρίνονται «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».
Μὲ αὐτοὺς ἂς ἀνυμνήσωμε καὶ ἂς ἑορτάσωμε καὶ ἐμεῖς σήμερα, ὄχι πανηγυρικῶς ἀλλὰ θεϊκῶς, κρατώντας τὰ βαΐα ὄχι μόνον στὸ χέρι ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή, καὶ ἀφοῦ τὴν λευκάνουμε περισσότερο ἀπὸ τὸ χιόνι, ἂς ἀποβάλωμε ἀπὸ αὐτὴν ὅλην τὴν νέκρωση τοῦ παλαιοῦ καὶ δερματίνου χιτῶνος, ἀπορρίπτοντας κάθε καύχηση καὶ ἔπαρση.
Ἐπειδὴ γι’ αὐτὰ ὁ Βασιλεὺς τῶν ἀσωμάτων δὲν κάνει χρῆσι ἁρμάτων καὶ στρατευμάτων γιὰ νὰ ἔλθη, ἀλλὰ κάθεται σὲ οἰκτρὸν καὶ μικρὸν πῶλον, ἐκπαιδεύοντας καὶ σένα νὰ μὴν καυχᾶσαι καθήμενος σὲ ἵππους καὶ ἡμιόνους, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν συνείδηση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς ἂς ἔχωμε μετριοφροσύνη ὅπως ὁ Χριστός, γιὰ νὰ ἀνέλθωμε μαζί του.
Ἂς ὑμνήσωμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους, ἂς δοξολογήσωμε μὲ τὰ παιδιά, ἂς ἀναβοήσωμε μὲ τὸν λαὸν ὅ,τι ἀναβοοῦσε αὐτός. Ἂς σκιρτήσωμε μαζὶ μὲ τὴν Βηθανία, ἂς ἀναστηθοῦμε μὲ τὸν Λάζαρο, ἀπὸ τὰ νεκρὰ ἔργα. Ἂς χορεύσωμε μαζὶ μὲ τοὺς Ἱεροσολυμίτες.
Ἂς κραυγάσωμε μαζὶ μὲ τοὺς τυφλοὺς ποὺ ἀνέβλεψαν. Ἂς ψάλλωμε μαζὶ μὲ τὰ νήπια καὶ τοὺς γέροντες. Ἂς κηρύξωμε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς. Ἂς στρώσωμε καλῶς στὸν δρόμο τῆς ζωῆς κλάδους ἐλαιῶν μὲ τὴν ἐλεημοσύνην, ὅπως τὰ παιδιά.
Ἂς περικόψωμε τὸν ὄγκο τῶν πολλῶν ὑλικῶν ὑπαρχόντων μας. Καὶ ἂς στρώσωμε γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας τὴν ἐλεημοσύνη στὴν ὁδὸν ἡ ὁποία μᾶς λέγει: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδός», γιὰ νὰ εὕρωμε καὶ ἐμεῖς, διὰ τῆς ἐλεημοσύνης, ἔλεος ἀπὸ αὐτήν, καὶ νὰ πορευθοῦμε μαζὶ μὲ αὐτὴν στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ἂς εἰσέλθωμε μαζί της στὸν μεγάλο ναὸ καὶ «οἱ προπορευόμενοι καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες».
Οἱ προπορευόμενοι τὴν τρίτην ὥρα καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες περὶ τὴν ἑνδεκάτην. Οἱ προπορευόμενοι μὲ τὶς πράξεις καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες μὲ τὴν πρόθεση. Ὅλοι ἂς ἀναπέμψωμε δοξολογία καὶ μεγαλωσύνη στὸν Χριστὸ καὶ συγχρόνως στὸν Πατέρα καὶ στὸ Πανάγιο καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, καὶ οἱ προπορευόμενοι καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες, καὶ ἀκολούθως εἴθε νὰ συμβασιλεύσωμε μὲ Αὐτὸν καὶ νὰ ἀπολαύσωμε τὰ αἰώνια ἀγαθά, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς σύμπαντας αἰώνας τῶν αἰώνων.