Γ’ Λουκά
Γ’ Λουκά
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ’ ΛΟΥΚΑ
Βασιλείου Μουστάκη
Διδάκτορος Θεολογίας
Η ΝΑΪΝ, αγαπητοί αδελφοί, ο Κύριος τέλεσε το μεγάλο θαύμα, για το οποίο μιλά το σημερινό ευαγγέλιο, ήταν μία πολίχνη της Γαλιλαίας, χτισμένη στη ποδιά κάποιου λόφου, που λέγονταν μικρό Ερμών. Σ’ αυτή, λοιπόν, την Κωμόπολη πήγε μια μέρα ο Χριστός, ακολουθούμενος από τους μαθητές του κι’ αρκετό όχλο, όταν αντίκρισε να βγαίνει ένα νεκρικό ξόδι.
Πήγαιναν να θάψουν το μονάκριβο παιδί μιάς χήρας γυναίκας.
Άλλος ένας κάτοικος εκείνης της μικρής πόλεως, και μάλιστα νέος, σαν πρόωρα θερισμένο τρυφερό στάχυ, παρατούσε τα σπίτια, τους δρόμους, τα τείχη της και πήγαινε να εγκατασταθεί ανάμεσα στους προγόνους του, στο κοιμητήριο που βρίσκονταν κοντά στην Ναΐν. Τίποτε το πιο φυσικό, αλλά και το πιο οδυνηρό από ένα τέτοιο θέαμα. Κάθε πόλις δεν είναι στην πραγματικότητα παρά μία πρόχειρη κατασκήνωσης των κατοίκων της μπροστά στο νεκροταφείο της. Μονάχα αυτό είναι τόπος μονίμου διαμονής.
Ο Ιησούς έχει έλθει στον κόσμο για να κινήσει τον θάνατο. Και σ’ εκείνη την περίσταση θεώρησε πως του δόθηκε μια καλή ευκαιρία για να δείξει την δύναμή του και να προοιμιάσει τη νίκη του. Ευκαιρία καλή για δύο λόγους. Ο νεκρός, που συνάντησε, δεν ήταν παρά ένα άγουρο παιδί, που ο θάνατος το είχε αρπάξει πριν καλά- καλά προφθάσει να χαρεί το φως του κόσμου αυτού. Πάντα, ο θάνατος μιας νέας υπάρξεως είναι κάτι που σφίγγει την καρδιά. γιατί ο χωρισμός είναι πικρότερος για όσους μένουν.
Ο δεύτερος λόγος ήταν η μητέρα εκείνη, που χωρίς άνδρα χωρίς άλλο στήριγμα στο σπίτι της, χωρίς άλλη παρηγοριά, ανήκε στην πιο αξιολύπητη χορεία μητέρων, σ’ εκείνη που ο θάνατος παίρνει ένα μονάκριβο παιδί, Ορφανό από Πατέρα.
Γι’ αυτό ο Ευαγγελιστής αναφέρει ρητά: «Καιν σαν την είδε ο Κύριος, την σπλαχνίσθηκε και της είπε μη κλαίς».
Προσέξετε, αγαπητοί αδελφοί, το νόημα αυτής της Κυριακής προσταγής. Ο Χριστός δεν είπε στην μητέρα εκείνη να πάψει να δάκρυα της, επειδή τάχα δεν θαπρεπε να κλαίει κανείς, όταν συνοδεύει για τον άλλο κόσμο κάποιο αγαπημένο του πλάσμα. Ο ίδιος δάκρυσε όταν βρέθηκε κοντά στο μνημείο, όπου κείτονταν ο φίλος του Λάζαρος, καθώς αναφέρει ο κατά Ιωάννη άγιο Ευαγγέλιο.
Η θρησκεία μας δεν απαγορεύει τα δάκρυα και το κλάμα μπροστά στους κοιμηθέντας. Όπως, όταν κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο φεύγει για μακρινό ταξίδι και δεν ξέρουμε αν θα ξανασυναντηθούμε μαζί του, γρήγορα ή αργά, είναι τότε φυσική και δικαιολογημένη η λύπη για ένα τέτοιο χωρισμό, έτσι και στον θάνατο. Χωρισμός πρόσκαιρος, αλλά φοβερός και αυτός. Εμείς οι χριστιανοί πιστεύουμε ότι θα ξανασυναντηθούμε όλοι εκεί ψηλά. Αλλά αυτό δεν σημαίνει, ότι ο χωρισμός δεν είναι χωρισμός, έστω και προσωρινός. Είναι , λοιπόν, φυσικό να ρέει το δάκρυ και να σφίγγεται η καρδιά του χριστιανού στον θάνατο. Με τη διαφορά, όμως ότι το κλάμα δεν είναι θρήνος απογνώσεως, άμετρος θρήνος, όπως συμβαίνει για όποιον δεν πιστεύει για τη μέλλουσα ζωή.
Αν, λοιπόν, δεν επακολουθούσε το θαύμα της αναστάσεως του νεανίσκου και της αποδόσεως του στην μητέρα του, ο Χριστός δεν θα της απηύθυνε καθόλου εκείνη την απαγόρευση, εκείνο το «μη κλαίς». Θα την άφηνε να κλάψει και κανείς μάλιστα όσο Αυτός δεν θα είχε τόσο κατανόηση σ’ εκείνο το κλάμα.
Ο Ιησούς της είπε ναπάψει να κλαίει, απλούστατα γιατί, ύστερα από λίγο δεν θα υπήρχε κανένας λόγος, να κλαίει, γιατί το πόνο της θα τον άλλαζε η θαυματουργός και παντοδύναμη αγάπη του σε χαρά μεγάλη.
Και πραγματικά, όπως διηγείται ο ιερός Λουκάς, μετά από εκείνη την προσταγή, ο Κύριος πλησίασε, άγγιξε το νεκρικό κλινάρι και καθώς αυτοί που το υποβάσταζαν στάθηκαν, είπε στο νεκρό:
– Παλληκαράκι, σου λέγω να σηκωθείς!
Και το πεθαμένο παιδόπουλο ανακάθισε και άρχισε να μιλά. Κι’ ο Χριστός το έδωσε στη μητέρα του.
Τι βαθύ νόημα, τι γλυκιά και συγκλονιστική είναι η αλήθεια, που κρύβει μέσα της αυτή η φράσης, αδελφοί μου! «Και έδωκεν αυτόν τη μητρί αυτού».
Απ’ όλα τα αγαθά που παρέχει ο χορηγός παντός αγαθού στον άνθρωπο, τίποτε ίσως δεν είναι πιο πολύτιμο, πιο αγαπητό από το παιδί που αποκτούν οι γονείς. Ο Θεός το δίνει. Αλλά όχι για μια φορά, όταν γεννιέται νήπιο στο κόσμο. Κι’ άλλες φορές ακόμη οι γονείς πρέπει να παραλάβουν το παιδί τους από τα χέρια του Θεού. Όταν αρρωστήσει και γλυτώσει, ο κύριος τους το ξαναδίνει. Όταν αναγεννηθεί από την κολυμβήθρα προορισμένο για την αθανασία, ο Θεός τους το ξαναδίνει. Όταν μορφωθεί ψυχικά και γίνει καλός χριστιανός, ο Θεός τους το ξαναδίνει. Κι’ όταν το συναντήσουν στον παράδεισο, έχοντας πάει εκεί πριν ή μετά απ’ αυτό, πάλι ο Κύριος τους το ξαναδίνει. Υπάρχει, τέλος, και μια περίπτωσης ξαναδοσίματος, που μοιάζει πολύ με αυτό που αναφέρεται στο σημερινό ευαγγέλιο περιστατικό. Όταν ένα παιδί πάρει το δρόμο της αμαρτίας, που οδηγεί στον αιώνιο θάνατο, και μετανοήσει γιατί οι γονείς του έκλαψαν και προσευχήθηκαν πολύ βλέποντας το κατάντημα του αυτό, τότε ο Κύριος με τη χάρη του τους το ξαναδίνει. Κι’ είναι αυτή η παράδοσης το μεγαλύτερο δώρο για γονείς πιστούς.
Πηγή: Στα Ίχνη του Αρχιποίμενος, Εκδόσεις: Παρρησία.