ΙΖ’ Ματθαίου

ΙΖ’ Ματθαίου

ΚΥΡΙΑΚΗ IZ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Βασιλείου Μουστάκη

Διδάκτορος Θεολογίας 

Ο ΚΥΡΙΟΣ συνοδευόμενος από τους μαθητές του-διηγείται στο σημερινό Ευαγγέλιο- περνούσε μια μέρα από τα σύνορα της Τύρου και της Σιδώνος. Μια γυναίκα από τα μέρη εκείνα πρόβαλε ξαφνικά μπροστά του, στη μέση του δρόμου. Έπεσε στα πόδια του κι’ άρχισε να τον παρακαλεί με δάκρυα να θεραπεύσει την κόρη της, που ήταν δαιμονισμένη. Έγινε, όμως, αγαπητοί αδελφοί, τότε κάτι παράδοξο. Ο φιλεύσπλαχνος Ιησούς την προσπέρασε χωρίς να της αποκριθεί τίποτε, χωρίς να της ρίξει ένα βλέμμα. Φάνηκε ολότελα αδιάφορος στο πόνο εκείνης της γυναίκας που με λυτή τη κόμη, με τα μάγουλα αυλακωμένα από το κλάμα, με λόγια που θα συγκινούσαν και τις πέτρες, τον ικέτευε. Αυτό το θέαμα και το άκουσμα, που ήταν ικανό να σφίξη κάθε καρδιά, τον άφησε ψυχρό-όπως έδειξε τουλάχιστο η συμπεριφορά του.

Ο Κύριος την προσπέρασε, ακολουθούμενος από τους μαθητές του. Αλλά η γυναίκα-η Χαναναία, όπως τη λέγει ο ευαγγελιστής-, δεν έμεινε άπρακτη. Τον πήρε από πίσω, συνεχίζοντας τις ικεσίες της. Δεν έπαψε να επικαλείται την βοήθεια Εκείνου, που είχε έρθει στον κόσμο ακριβώς για τους φτωχούς, τους βασανισμένους, τους απροστάτευτους, τους απόκληρους.

Ανάμεσα στον Κύριο και την Χαναναία περπατούν οι μαθητές. Συμμερίζονται το άλγος της, τη συμπαθούν, τη λυπούνται. Αλλά δεν συμμερίζονται την βεβαιότητα που έχει την ανώφελη όπως την νομίζουν επιμονή της. Τα λόγια της τους ενοχλούν τώρα αντί να τους κινούν τον οίκτο, τους ξεσχίζουν τ’ αυτιά, καταντούν ανυπόφορα.

Γι’ αυτό, πλησιάζουν τον Διδάσκαλο, που θαρρούν ότι δεν ακούει, απορροφημένος ποιος ξέρει σε τι θείες σκέψεις, και του λένε:

-Απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών!

Εμείς ότι να της κάνουμε το καλό που ζητά μπορούμε, ούτε να την διώξουμε έχουμε κουράγιο. Αφού δεν θέλεις να την ευεργετήσεις, πες της να φύγει. Η κάνε την να φύγει, απαντώντας στην αίτησή της με το έλεος σου.

Ο Χριστός τώρα δεν σιωπά. Δεν έχει ν’ αποκριθεί στην Χαναναία, αλλά στους μεσολαβητές, στους αποστόλους του, πρόσωπα προνομιούχα, που έχουν κάθε δικαίωμα να του μιλούν και να τους απαντά.

Στρέφεται, λοιπόν, προς αυτούς κι’ όχι προς τη γυναίκα και τους λέγει:

-Ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ.

Ο λόγος του είναι πιο σκληρός από τη σιωπή του. Αν η σιωπή του άφηνε κάποιο ενδεχόμενο αλλαγής της στάσεως του απέναντι της Χαναναίας, αυτά που λέγει τώρα πρέπει να σβήσουν και την παραμικρή ελπίδα. Αποκλείουν πια κάθε ευχάριστη πιθανότητα. Δεν στάλθηκε από τον Πατέρα παρά για τα πρόβατα του Ισραήλ. Αυτή η γυναίκα δεν είναι θυγατέρα του Αβραάμ. Είναι μια ειδωλολάτρισσα, μια ξένη, μια παρείσακτη, μια που δεν υπολογίζεται.

Αλλά η Χαναναία δεν παραδέχεται ήττα. Δεν της φράζουν τον δρόμο τα λόγια του Κυρίου, όπως δεν της το έφραξε πριν η σιωπή του.

Τρέχει, λοιπόν, κοντά του, πέφτει πάλι στα γόνατα, τον προσκυνεί και μ’ άτρομη παρρησία, σαν να μην άκουσε τι είπε στους αποστόλους, του φωνάζει ξανά:

-Κύριε, βοήθει μοι!

Τώρα ο Χριστός αποκρίθηκε σ’ αυτήν την ίδια. Έχει στραφεί στην γυναίκα. Κι’ όσο πιο πολύ στρέφετε, τόσο πιο σκληρός είναι. Όταν έκανε πώς δεν την πρόσεξε και κοίταξε μπροστά, η σιωπή του ήταν ήδη φοβερή. Όταν στράφηκε στους αποστόλους, η φράσης που πρόφερε ήταν φοβερότερη. Τώρα που στράφηκε στην ίδια την Χαναναία, αυτά που ακούονται από το στόμα του είναι ακόμη φοβερότερα. Τώρα δεν είναι η αδιαφορία, ούτε η απλή άρνησης. Τώρα είναι η περιφρόνησης:

-ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις.

Ήλθα για τον Ισραήλ. Ήλθα για τα παιδιά του Θεού. Σ’ αυτά έστρωσα την τράπεζα της Χάριτος μου. Αυτοί μονάχα έχουν δικαίωμα να καθίσουν γύρω της και να φάνε. Αυτοί είναι οι καλεσμένοι μου κ’ όχι άλλος. Συ ποια είσαι, που με τόσο θράσος αποτίνεσαι στον προφήτη του Ισραήλ; Πώς θέλεις να πάρω το ψωμί των τέκνων και να το ρίξω στα σκυλιά που γυροφέρνουν κάτω από το τραπέζι; Ένα τέτοιο σκυλί είσαι κι’ εσύ. Πάψε, λοιπόν, να προβάλλεις απαιτήσεις που μ’ εξοργίζουν. Η απάντησης που έπρεπε να λάβεις, είναι αυτή που σου δίνω τώρα. Τα λόγια μου πρέπει να τα αισθανθείς σαν ένα λάκτισμα.

Ποια επιμονή θα μπορούσε να κρατηθεί στον τόπο της μπροστά σ’ αυτό το θεϊκό λάκτισμα; Ποια ελπίδα δεν θα κατέρρεε; Ποια πίστης θα άντεχε;

Η επιμονή, η ελπίδα, η πίστης της Χαναναίας. Η γυναίκα αυτήν δεν υποχωρεί, δεν κρημνίζετε στη άβυσσο της απογνώσεως, δεν τραυματίζεται καθόλου από την περιφρόνηση του Χριστού.

Απεναντίας, η περιφρόνησης αυτή δίνει στη Χαναναία την ευκαιρία να θεμελιώσει την πίστη της. Που; Στο θεμέλιο της ταπεινοφροσύνης, και να κάμει έτσι την πίστη της ακλόνητη και νικήτρια.

-Ναι, Κύριε, σπεύδει ν’ αποκριθεί η Χαναναία. Και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών.

Περίμενες, λοιπόν, θεέ μου, να με αποθαρρύνεις μ’ αυτό που είπες; Περίμενες να δεις να ξεσκεπάζεται ο εγωισμός μου, με το λάκτισμα που μου έδωσες; Δες, λοιπόν. Δεν είναι ο εγωισμός που βλέπεις, αλλά το ταπεινό μου φρόνημα. Αγκαλιάζω τα λόγια σου που με είπαν σκυλί, διότι τα παραδέχομαι εγώ πρώτη. Ναι, είμαι μια παρείσακτη, μια ανάξια, μια μηδαμινή ψυχή. Και σαν τέτοια σου ζητώ όχι μερίδα στην πανδαισία σου και ανωτερότητα, αλλά λίγα ψίχουλα της καταδεκτικότητας σου. Αυτά τα ψίχουλα είναι για μένα θησαυρός και τιμή και δόξα και χαρά απερίγραπτη. Αυτή η περιφρόνησης σου είναι για μένα ευφροσύνη κι’ ανάπαυσης ψυχική κι’ ασφάλεια γλυκιά. Διότι με βοηθάς να παραδέχομαι αυτό που ακριβώς είμαι-σκυλί κάτω από το τραπέζι της βασιλείας σου.

Θέλησες να με δοκιμάσεις. Αλλά εγώ δεν έγινα θύμα του ευλογημένου πειρασμού σου. Εγώ ξέρω πώς ότι κάνεις, το κάνεις για να φανερωθώ, όπως επιθυμείς να είμαι. Μια ψυχή ταπεινή και στερεή μέσα στη δοκιμασία, όπου την υποβάλλεις με τα λόγια σου και την στάση σου. Ιδού, λοιπόν, ότι εγώ στάθηκα δυνατή και υπερπήδησα ένα-ένα τα εμπόδια που μου έστησες: τη σιωπή σου, την άρνηση σου, την περιφρόνηση σου. Κατόρθωσα να σε γυρίσω προς εμένα. Όσο περισσότερο στρεφόσουν, τόσο πιο σκληρός κι’ απαιτητικός φανερωνόσουν στην φτωχή μου ψυχή. Αλλά εγώ σε αντιμετώπισα με το θάρρος της πίστεως που σε ξέρει, που σε βλέπει γεμάτον αγάπη και τρυφερότητα πίσω από το καταπέτασμα των ανερμήνευτων τρόπων της συμπεριφοράς σου. Τώρα, λοιπόν, δεν έχεις τίποτε άλλο να πεις. Εκτός μόνο απ’ αυτό που ανοίγεις ήδη το στόμα σου για να πεις.

«Τότε αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτή: ω γύναι, μεγάλη σου η πίστης! Γενηθήτω σοι ως θέλεις».

Πηγή: Στα Ίχνη του Αρχιποίμενος, Εκδόσεις: Παρρησία.

Μετάβαση στο περιεχόμενο