Α’ Λουκά

Α’ Λουκά

ΚΥΡΙΑΚΗ Α’ ΛΟΥΚΑ 

Βασιλείου Μουστάκη

Διδάκτορος Θεολογίας

Ο ΠΕΤΡΟΣ, αγαπητοί αδελφοί, επρόκειτο ύστερα από λίγο να ενωθεί με το Χριστό για πάντα. Η καρδιά του είχε ήδη πίστη στο αγκίστρι της Χάριτος. Κι όμως, τα πρώτα λόγια που ανεβαίνουν στα χείλη του, είναι λόγια αποπομπής κι’ απωθήσεως.

Καταβαίνοντας μονομιάς, από το ξαφνικό, θαυμαστό γέμισμα των διχτύων, ποιος πραγματικά ήταν ο επιβάτης εκείνος της ψαρόβαρκας του, ο Σίμων Πέτρος νοιώθει την ανάγκη να τον παρακαλέσει να βγει απ’ αυτή. Το πρώτο που αντιλαμβάνεται όποιος έλθει σ’ επαφή με τον Θεό, είναι η ίδια του αναξιότητα κι’ αμαρτωλότητα. Κι’ ενώ φαίνεται ότι ο ποθητότατος Ιησούς πρέπει ν’ αγκαλιασθεί αμέσως, η καρδιά που τον ανακαλύπτει και τον αγαπά, τον σπρώχνει στην αρχή μακριά.

Τα μισοσάπια σανίδια, όπου πατά ο Ιησούς, είναι τόπος ανάξιος για να τον υποβαστάζουν. Ανήκουν στον Πέτρο και μοιάζουν, στα μάτια του φτωχού ψαρά, τόσο πολύ με τη ψυχή του. «Έξελθε απ’ εμού, Κύριε, -λέγει -ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί». Η ίδια αιτία, που κάνει τον Ιησού να βρίσκεται εκεί, η ίδια κάνει τον Κηφά να λέγει στον Ιησού να φύγει. Ο Υιός του Θεού βρίσκεται εκεί ακριβώς γιατί ο Πέτρος είναι αμαρτωλός. Αλλά κι’ ο Πέτρος, ακριβώς επειδή νοιώθει τον εαυτό του αμαρτωλό, αποδιώχνει τον Άγιο κι’ Αναμάρτητο.

Τι παράδοξη, αλλά και τι δικαιολογημένη, αγαπητοί αδελφοί, αυτή η στάσης του Πέτρου! Όποιος αληθινά μετανοεί και αναγεννάται, δεν βιάζεται ν’ ανοίξει οικειότητα με το Χριστό. Στέκεται μακριά, όπως στάθηκε μακριά κι’ ο τελώνης της παραβολής, στην παράμερη γωνιά του φόβου, της συντριβής, της προετοιμασίας, των δακρίων, των αναστεναγμών. Δεν προχωρεί, δεν κάνει βήματα αλόγιστα και επιπόλαια. Υποχωρεί και συμμαζεύεται. Βρίσκεται στην αρχή της σοφία – της αληθινής γνώσεως του Θεού – κι’ η αρχή αυτή δενδεσπόζεται από άλλο αίσθημα παρά από τον φόβο του Κυρίου και την ταπείνωση.

Στα θεμέλια της αναγεννήσεως, που ανοίγει η μετάνοια, συναντάς τον φόβο του Θεού και την ταπείνωση, που φαίνεται σαν απωθούν τον Χριστό. Αλλά το δικό τους «έξελθε» είναι στη γλώσσα του πνεύματος, στη γλώσσα που εννοεί ο Θεός, το γνήσιο «ελθέ».

Υπάρχει, αγαπητοί αδελφοί, ένα σύστημα κανόνων καλής συμπεριφοράς στις σχέσεις μας με τον Θεό. Συμπεριφοράς όχι επιφανειακής, αλλά εσωτερικής. Δεν είναι σωστό ούτε φυσικό, σ’ όποιον αληθινά μετανοεί, να πει στον Θεό «έλα», «μείνε κοντά μου», όταν έλθει. Πριν απ’ αυτό, έχει τη θέση του το «έξελθε απ’ εμού», που είπε ο Σίμων Πέτρος.

Ποιος είμαι εγώ που επισκέπτεσαι, Κύριε; Είμαι ένα τίποτα και μάλιστα ένα δυσώδες και πάρα πολύ βρώμικο τίποτα. Πώς να σε κρατήσω, να σε φιλοξενήσω, να συνοικήσω μ’ εσένα, χωρίς προηγουμένως να πλυθώ καλά με τα δάκρυα μου; Έρχεσαι ακριβώς γι’ αυτόν τον σκοπό, για να με κάμεις καθαρό. Αλλ’ εφόσον δεν είμαι ακόμη, πώς να σε υποδεχθώ, τον Πανάγιο κι’ Άμωμο; Δεν είμαι άξιος να εισέλθεις κάτω από την στέγη της ψυχής μου. Δόσ’ μου μονάχα τον φόβο σου, την ταπείνωση και την πολλή μετάνοια, ώσπου ν’ αποκτήσω μ’ αυτά το ένδυμα γάμου, τον λευκό χιτώνα της αναλήψεως. Κι’ έτσι, τότε, θα είναι φυσικό να βρίσκομαι κοντά σου, να είμαι οικείος σου.

Δεν εισάκουσε ο Ιησούς την παράκληση του Πέτρου. Δεν βγήκε από το πλοίο, αλλά έμεινε και συνήψε εκεί τον αρραβώνα αυτής της ψυχής μαζί του.

Την κάλεσε, μάλιστα, πολύ ψηλά. Κάλεσε τον Πέτρο για απόστολο του. Και συγχρόνως, τίμησε με ανάλογο τρόπο και τον τόπο που ιδιοκτήτης του ήταν ο Πέτρος. Μετέβαλε το σαθρό καΐκι σε άμβωνα και καθισμένος στην κουπαστή του μίλησε στον όχλο, που βρίσκονταν στην ακρογιαλιά.

Με το να του πεις το ταπεινό και συντετριμμένο «έξελθε απ’ εμού», δεν σημαίνει ότι μπορείς ν’ ανακόψεις τη φορά του Χριστού προς εσένα, να αναχαιτίσεις την είσοδο του στην ψυχή σου. Ίσα- Ίσα, αυτή η παράκλησις είναι η καλύτερη πρόσκλησης, που τον κάνει να μπει και να μείνει για πάντα. Αυτά τα λόγια -αυτή τη συναίσθηση που εκφράζονταν -περιμένει, για να μας αναγνωρίσει δικούς του και να μας γεμίσει με τα υπερφυσικά δώρα της χάριτός του.

Όπως συμπεριφέρθηκε στον Πέτρο, συμπεριφέρεται και στον καθένα μας. Αν μιμηθούμε τον φτωχό εκείνο ψαρά της Καπερναούμ, που έγινε ο κορυφαίος των μαθητών.

Ας ακούσουμε, λοιπόν, αγαπητοί αδελφοί, το σάλπισμα που μας απευθύνεται από το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα. Είναι ένα σάλπισμα όχι προελάσεως, αλλά υποχωρήσεως. Ας ξαναρχίσουμε τον χριστιανικό μας βίο από την αρχή, που ίσως δεν την κάναμε καλά. Ας μάθουμε να στεκόμαστε μακριά από τον Θεό, για να μπορέσουμε έτσι αληθινά να βρεθούμε κοντά του. Δηλαδή, ας συναισθανθούμε βαθειά την αναξιότητα μας και την ενοχή μας κι’ ας περάσουμε στην αγάπη του Θεού μέσα από τη μοναδική θύρα που βγάζει εκεί: μέσα από τον φόβο του Κυρίου.

Πηγή: Στα Ίχνη του Αρχιποίμενος, Εκδόσεις: Παρρησία. 

Μετάβαση στο περιεχόμενο